Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

ζωή αγάπη ελπίδα χαμόγελο

ζωή  αγάπη  ελπίδα  χαμόγελο


Ήταν κάποτε ένα κορίτσι που ζούσε σε έναν τόπο που λεγόταν Παραλογιστάν. Σε αυτόν τον τόπο οι άνθρωποι ζούσαν και επιβίωναν μέσα σε ένα κλίμα παραλογισμού και έδιναν καθημερινά αγώνα να τα καταφέρουν, σε δύσκολες συνθήκες. Αυτό όμως αντί να τους κάνει πιο αδελφωμένους για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα, αντίθετα τους έκανε πιο κακούς και ζηλιάρηδες. Ο κάθε ένας μισούσε το διπλανό του και ευχόταν το κακό του. Προτιμούσε να καεί το σπίτι του αν μπορούσε να έχει τη σαδιστική ικανοποίηση να βλέπει το σπίτι του διπλανού του να καίγεται.
Στο Παραλογιστάν βασίλευε η κακία, η ζήλεια, το μίσος, ο παραλογισμός, η ανεργία, η διαφθορά. Κάτω από τον ήλιο του έκαναν πάρτι τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα, αυτά, και άλλα τόσα..
Η κοπέλα πάλευε να επιβιώσει σε αυτόν τον δύσκολο καιρό. Είχε την απόλυτη συμπαράσταση της οικογένειας της.
Ζούσε σε ένα μικρό σπίτι κοντά στο κέντρο της πρωτεύουσας της μικρής χώρας με τους παράξενους αυτούς κατοίκους, που είχαν αποδεχτεί εν μέρει τη μοίρα τους και ελάχιστα προσπαθούσαν να την αλλάξουν, όταν όμως ξυπνούσαν από το λήθαργο και προσπαθούσαν, ξέσπαγαν βίαιες ταραχές.
Η κοπέλα μορφώθηκε, απέκτησε τρόπους, κοινωνική συμπεριφορά ευγενική, χαμογελούσε συχνά, έλεγε ‘’ευχαριστώ’’ ,έκανε το καλό όταν μπορούσε, αγαπούσε τη ζωή.
Στην αγέλαστη κοινωνία ξεχώριζε το γέλιο της. Αυτό που ζήλεψαν και θέλησαν να της κλέψουν. Η ίδια η ζωή στο Παραλογιστάν.
Χρόνο με το χρόνο έβλεπε να ανεβαίνουν άνθρωποι που δεν αξίζουν, χωρίς τρόπους, χωρίς μόρφωση, μόνο και μόνο επειδή είχαν την τύχη να έχουν υψηλές γνωριμίες και διασυνδέσεις. Όλα αυτά σε επαγγελματικό επίπεδο. Σε προσωπικό επίπεδο, έβλεπε τον εαυτό της, τον τόσο κοινωνικό, να μαραζώνει μόνη, ενώ άλλες κοπέλες, με άσχημη συμπεριφορά, χωρίς τρόπους, χωρίς μόρφωση, και με έμφυτη κακία, να έχουν τις καλύτερες τύχες, και να κάνουν τη ζωή δύσκολη στο ταίρι που είχε την ατυχία να τις συναντήσει. Αυτό ήταν και η απόδειξη ότι στο Παραλογιστάν οι μόνες αξίες που επικρατούσαν ήταν το μέσο, οι γνωριμίες, η ομορφιά, και το χρήμα. Φυσικά και δεν υπήρχε χώρος για τέχνη, για πολιτισμό, για αξιοκρατία. Άνθρωποι που δεν διέθεταν ένα ή και όλα από αυτά, απλά δεν είχαν καμία θέση στο Παραλογιστάν και μονίμως θα έβλεπαν το τρένο της ζωής να περνάει χωρίς αυτούς. Άνθρωποι με ψυχικά χαρίσματα, μέτριας εμφάνισης, ή ακόμα και άνθρωποι ανάπηροι, δεν θα είχαν ποτέ μια ζωή φυσιολογική, όπως αξίζει σε κάθε ζωντανό οργανισμό, μόνο και μόνο επειδή έκαναν το λάθος να μην ανήκουν στη χρυσή μετριότητα, στον μέσο όρο και έκαναν το θανάσιμο λάθος να είναι διαφορετικοί.
Η κοινωνία του Παραλογιστάν μισεί και φοβάται τη διαφορετικότητα γιατί η θέση των ισχυρών κλονίζεται από αυτή.
Αυτοί που κατείχαν την εξουσία της αλλόκοτης αυτής χώρας, προσπαθούσαν να αποκοιμίζουν τις συνειδήσεις των κατοίκων. Τους ωθούσαν να διχάζονται πάντα σε δυο στρατόπεδα. Χρησιμοποιούσαν τον αθλητισμό για παράδειγμα, το ποδόσφαιρο, για να τους φανατίσουν και να τους τυφλώσουν, να μην βλέπουν όσα συμβαίνουν την ώρα που σπάνε την πόλη και τα γήπεδα, την ίδια ώρα που ψήφιζαν νόμους για να τους βυθίσουν περισσότερο στην ανυπαρξία και την ανεργία. Ακόμα και τα ναρκωτικά κυκλοφορούσαν, σχετικά ελεύθερα, με την συνενοχή όλων όσων ήταν φανερά κατά αυτών, αλλά στην πραγματικότητα έκλειναν τα μάτια όταν περνούσαν μπροστά τους.
Κάθε μέρα βίαιες συγκρούσεις, επιθέσεις, ληστείες, κλοπές, ανασφάλεια.
Οι λίγοι που ήταν έστω και ελάχιστα διαφορετικοί και ήθελαν να προσφέρουν, είχαν και τα λιγότερα μέσα να επηρεάσουν τις εξελίξεις.
Αυτά έβλεπε η κοπέλα αυτή. Πόσο μικρή και ασήμαντη είναι, ένας αριθμός μες το πλήθος, όπως τόσοι άλλοι. Αδύναμη να επηρεάσει τις εξελίξεις, αδύναμη να αλλάξει τα πράγματα.
Μόνο να αντιστέκεται, όσο μπορεί και με όποιο τρόπο μπορεί.. Αυτό μπορούσε να το κάνει και το έκανε.
Η μεγαλύτερη επανάσταση είναι να μένεις διαφορετική σε έναν κόσμο πανομοιότυπο.
Η χώρα αυτή στο παρελθόν ήταν τελείως διαφορετική. Οι κάτοικοι ενδιαφέρονταν περισσότερο για όσα συνέβαιναν. Είχαν αποτελέσει πρότυπο πολιτισμού, πριν πολλά πολλά χρόνια. Έδωσαν τα φώτα και κατέληξαν τελικά να μείνουν εκείνοι χωρίς φως, τυφλοί. Ήταν παράδειγμα προς μίμηση και τελικά κατέληξαν παράδειγμα προς αποφυγή.
Μια γενική κρίση αξιών επικρατούσε. Η εικόνα λατρευόταν όπως τίποτα άλλο, η επιφάνεια ήταν το ζητούμενο. Το χρήμα εξουσίαζε τα πάντα. Κανένας σεβασμός στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αν ήσουν φτωχός ήξερες ότι η μοίρα σου επιφυλάσσει δυσκολίες και αντί να σου δίνει το χέρι η κοινωνία να σε σηκώσει, αντίθετα, σου ρίχνει κλωτσιά να πας παρακάτω.
Η κοπέλα αυτή πάλευε με μόνο της εφόδιο όσα πίστευε. Τις αξίες που είχε στη ζωή. Όσα οι γονείς της την έμαθαν. Να έχει ψηλά το κεφάλι και να μην επιτρέπει κανέναν να την μειώνει και να την θεωρεί κατώτερη του, να προσπαθεί να της στερήσει το δίκιο.
Μοιραία έφτασε σε ηλικία που οι περισσότερες κοπέλες ονειρεύονταν να γίνουν από ελεύθερες, σκλάβες της κουζίνας και του νοικοκυριού, να αποκτήσουν σύζυγο, παιδιά, πεθερικά, κουμπάρους, υποχρεώσεις, τραπεζώματα, ανακατέματα, τσακωμούς, μπερδέματα.
Η κοπέλα ήταν αντίθετη προς όλα αυτά. Ήξερε ότι ένα ζευγάρι ποτέ δεν είναι μόνο του, όλο και κάποιος θα κινεί τα νήματα. Μαριονέτες σε ένα θέατρο παραλόγου, με πολύ κακές ερμηνείες.. Του πιστού, κουβαλητή σύζυγου, που υψώνει κεφάλι και κάνει τον άντρα όπου τον παίρνει αλλά κατά βάθος είναι ο αιώνιος μπέμπης της μαμάς του, και της πιστής, γλυκειάς συζύγου ,που περνάει τα πάνδεινα από τα μπερδέματα τρίτων στο σπίτι της και κυρίως της μαμάς του μπέμπη- σύζυγου, στις 9 των 10 περιπτώσεων, εκτός αν ο σύζυγος της είναι ορφανός.
Αυτά έβλεπε σε όλα, μα όλα, τα ζευγάρια που ήξερε. Έναν πρώτο καιρό σχετικά όμορφο, και μια απογοητευτική συνέχεια.
Εκείνη όμως ήθελε να είναι ελεύθερο πουλί. Να είναι ο εαυτός της. Να μην κάνει ό, τι της λένε. Να μην ακούει τις σειρήνες που θέλουν να την κάνουν να μην ονειρεύεται και να συμβιβαστεί.
Η χειρότερη λέξη για την κοπέλα αυτή ήταν η λέξη συμβιβασμός. Όταν της την έλεγες, ένιωθε να την βρίζεις, θα προτιμούσε περισσότερο να την βρίζεις παρά να την αναγκάσεις να συμβιβαστεί, γιατί αυτό για να γίνει προυποθέτει να ξεχάσει όλα όσα αγαπάει και να ζήσει μια ζωή μαριονέτας που τις κουνάνε άλλοι τα νήματα και χορεύει χορούς που όχι απλά δεν ξέρει, αλλά δεν έχει ακούσει ούτε τις ονομασίες τους.
Όμως ήρθε κάποιος που έμοιαζε διαφορετικός. Αλλιώς μεγαλωμένος. Λιγομίλητος. Ευγενικός. Πράος. Πίστεψε ότι θα κατευνάσει την τρικυμία της. Έγινε το λιμάνι της.
Εκείνη όμως είχε μάθει να μην αράζει σε λιμάνια.. Να κυκλοφορεί στα πέλαγα..  Κι αυτό το λιμάνι πως θα την κρατούσε..
Τα μάτια της δεν χαμογελούσαν. Το χαμόγελο ανέτειλε και έδυε μόνο στα χείλη. Όλο και πιο σπάνια.
Βούλιαξε σε μια καθημερινότητα, μέτρια σε συγκινήσεις, σε εμπειρίες, χωρίς πάθη, με λάθη. Συντροφική μεν, αλλά ρουτινιασμένη και βαλτωμένη δε.
Της φαινόταν ότι η κάθε μέρα με καρμπόν είχε ξεπηδήσει από την προηγούμενη.
Το λιμάνι άρχισε να της φαίνεται όλο και πιο καταθλιπτικό. Όλο και πιο μικρό, πιο στενό. Πιο συννεφιασμένο. Το μόνο που ζητούσε ήταν να το φωτίσει. Δεν ήθελε να ξανοιχτεί στο πέλαγος. Την ζητούσε πια την στεριά.
Ήθελε να ζήσει με πάθος. Να πλημμυρίζει η ζωή της χρώματα. Η κάθε μέρα να έχει και άλλο χρώμα. Όμως οι μέρες πεισματικά βάφονταν γκρι.
Ζούσε και έλπιζε. Για τη μέρα που θα γέμιζε χρώματα.
Ήταν σίγουρη ότι θα ερχόταν. Ήθελε να το πιστεύει. Πάντα αισιόδοξη ήταν. Πάντα όμως έτρωγε τα μούτρα της γιατί στο Παραλογιστάν δεν αρκεί να ελπίζεις και να είσαι αισιόδοξος. Η ίδια η πραγματικότητα συχνά σε προσπερνάει.
Ένα χαμόγελο προσπαθεί να στερεώσει στα μάτια.. Να το δει να ανατέλλει.. Μα αυτό πεισματικά καρφιτσώνεται και σταματά στα χείλη.
Λίγα ζήτησε στη ζωή της και όλα είχαν να κάνουν με αξίες. Κανένα υλικό αντάλλαγμα δεν την συγκινούσε.
Αγάπη ζήτησε. Ελπίδα, όνειρο, αλήθεια, πάθος, έρωτα.
Κι ένα χαμόγελο να φύγει από τα χείλη και να εγκατασταθεί στα μάτια..
Το λιμάνι συννεφιάζει. Στα μάτια της δυο σύννεφα. Βροχή.
Στο Ουράνιο τόξο εναποθέτει τις ελπίδες της. Να πλημμυρίσει χρώματα.

Γιατί ό, τι υπήρξε μια φορά δε γίνεται να πάψει να έχει υπάρξει…

Και καταβάθος ξέρει ότι παρόλο που
Λίγοι καλοί κι αυτοί μοιραίοι παραιτημένοι κατά βάθος


Στο τέλος
τα πρόβατα τους λύκους θα τους φάνε.


Και το χαμόγελο θα ανατείλει στα μάτια, θα μείνει εκεί..

Η ψυχή θα γεμίσει χρώματα και το λιμάνι θα πάψει να είναι συννεφιασμένο και στενό και θα χωράει τα όνειρά της..

Δυστυχία - Αυτοεκτίμηση, σημειώσατε..διπλό!

 

 

Δυστυχία - Αυτοεκτίμηση, σημειώσατε..διπλό!


Η αυτοπεποίθηση είναι τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα αν πάνω απ’ όλα δεν πιστεύεις στον εαυτό σου. Και είναι απολύτως λογικό, νομίζω. Πώς να πιστεύεις σε αξίες, αν δεν πιστεύεις στη Χριστίνα (=στον εαυτό σου)  για να τις εφαρμόζεις; Μπορεί να έχεις διάφορες γνώμες και πεποιθήσεις, όπως όλοι έχουμε, όμως τι κάνουμε τελικά γι’ αυτές; Στην ουσία τίποτα… Το μόνο που κάνουμε είναι να κατηγορούμε όλους τους υπόλοιπους για όσα δεν έχουμε κάνει εμείς. Όχι όμως ότι έχουμε προσπαθήσει κιόλας… Γιατί όμως το κάνουμε αυτό; 

Κανείς δε θέλει να βλέπει ότι δε μπορεί να πραγματοποιήσει τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Όλοι απογοητευόμαστε όταν κατηγορούμε τους άλλους επειδή εμείς είμαστε δυστυχισμένοι ή, καλύτερα, επειδή εμείς δεν είμαστε ευτυχισμένοι. Γιατί, βλέπετε, κάνουμε ένα τεράστιο λάθος: περιμένουμε από τους  άλλους να μας κάνουν ευτυχισμένους… Όμως τι γίνεται όταν κι αυτοί με τη σειρά τους περιμένουν τους άλλους, κι εκείνοι τους άλλους…; Τότε ποιος γίνεται ευτυχισμένος; Κανείς…

Ακούμε όλους να λένε πως δεν υπάρχουν φιλίες, σχέσεις, αγάπη… «Η αγάπη είναι όντως η μεγαλύτερη πλήρωση της ύπαρξης, όταν όμως πρόκειται για αγάπη που δίνεις», γράφει η Μάρω Βαμβουνάκη στο βιβλίο της ‘Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης’, ενώ ο Λέο Μπουσκάλια στο βιβλίο του ‘Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις’ μας διδάσκει πως η αγάπη μαθαίνεται. Μήπως λοιπόν θα έπρεπε να αναρωτηθούμε τι προσφέρουμε εμείς στους άλλους, αντί να περιμένουμε εκείνοι να κάνουν πάντα το πρώτο βήμα να μας δώσουν πράγματα; Δεν είναι αρκετά εγωιστικό αυτό;

Θα καταλήξω πάλι στο πόσο σημαντική είναι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών και θα γίνω πάλι φορτική. Όμως, μέχρι τώρα, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για όλα φταίει η χαμηλή αυτοεκτίμηση, που φυσικά είναι απόρροια από τα όρια που οι γονείς μας ποτέ δεν μας έθεσαν όταν ήμασταν παιδιά και από τη αγάπη που ποτέ δε νιώσαμε. Όταν δεν αγαπάμε τον ίδιο μας τον εαυτό και δε σεβόμαστε τα «θέλω» του, πώς περιμένουμε να σεβαστούμε την προσωπικότητα του άλλου και να τον αγαπήσουμε; 

Έτσι, καταλήγουμε σ’ αυτό που είπα στην αρχή: είμαστε δυστυχισμένοι γιατί οι άλλοι δε θέλουν εμάς, γιατί οι άλλοι δεν είναι διατεθειμένοι να μας δώσουν αγάπη… Όμως εμείς ποτέ δεν προσπαθούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό! Δεν προσπαθούμε να αποδείξουμε τι αξίζουμε, μάλλον γιατί πιστεύουμε ότι δεν αξίζουμε! Γιατί κάποιος δεν ενίσχυσε την αυτοεκτίμησή μας όταν έπρεπε, με αποτέλεσμα τώρα να φοβόμαστε να κάνουμε λάθος ή να διστάζουμε να διεκδικήσουμε αυτά που θέλουμε «νομίζοντας» πως είναι «πολλά» για μας! Και καταλήγουμε πάλι να στηρίζουμε στους άλλους το πώς θα ζήσουμε τη δική μας ζωή! Πράγμα αστείο αν σκεφτούμε και τα εξής: είναι δυνατόν να ξέρουν οι άλλοι τι θέλουμε εμείς από τη ζωή μας για να είμαστε ευτυχισμένοι; Και, επιπλέον, γιατί να μας αξίζει να καταλήγουμε να θέλουμε κι εμείς ό,τι και οι άλλοι (αφού «συμβιβαζόμαστε» να παίρνουμε ότι μας δώσουν); Μήπως θα έπρεπε να ψάξουμε βαθύτερα στον εαυτό μας για το τι πραγματικά θέλουμε και να μην ενθουσιαζόμαστε με το γεγονός ότι κάποιοι θέλουν απλώς να μας δώσουν; 

Ειδικά οι γυναίκες, ενθουσιάζονται πολύ περισσότερο παρά εκλογικεύουν τις καταστάσεις γύρω τους. Καθόλου τυχαίο! Διότι οι γυναίκες ήταν ανέκαθεν οι ανασφαλείς προσωπικότητες, ενώ οι άντρες έχουν ανατραφεί με τη νοοτροπία του «κυνηγού». Μπορεί και τα δύο φύλα να μοιράζονται τους ίδιους φόβους και ανασφάλειες, αλλά πάντα οι γυναίκες ήταν εκδηλωτικές· οι άντρες ήταν οι «δυνατοί» που δεν έπρεπε ποτέ να δείξουν ότι πονάνε ή πληγώνονται. Φυσικά, δεν υποστηρίζω σε καμία περίπτωση ότι αυτά πρέπει να συμβαίνουν, αντιθέτως! Απλώς οι νοοτροπίες μέσα στο πέρασμα του χρόνου δεν αλλάζουν τόσο εύκολα, όσο κι αν βλέπουμε ότι ορισμένα πράγματα έχουν αλλάξει (και ίσως καλώς έχουν αλλάξει). 

Να σκεφτόμαστε λοιπόν πάντα, γυναίκες και άντρες, ότι πρέπει να μας ενδιαφέρει η ουσία των πραγμάτων που μπορεί να μας δώσει κάποιος. Να έχουμε αυτοεκτίμηση, ή να προσπαθήσουμε να την ενισχύσουμε, γιατί ΟΛΟΙ αξίζουμε να έχουμε αυτά που θέλουμε και να μην ενθουσιαζόμαστε όταν μας πλησιάζει κάποιος απλώς επειδή έχουμε ανάγκη ακριβώς αυτό: να μας πλησιάσει κάποιος (που σημειώστε ότι κι αυτό πάλι από χαμηλή αυτοεκτίμηση το κάνουμε). Εμείς μόνο ξέρουμε πώς θα γίνει αυτό (να πιστέψουμε στον εαυτό μας), κανείς άλλος. 

Όπως είπα, αν ισχυροποιήσουμε την προσωπικότητά μας, θα μπορούμε να πούμε ευκολότερα «όχι», ώστε να αναγνωρίσουμε και ευκολότερα αυτό που θέλουμε όταν με το καλό το συναντήσουμε. Γιατί δεν ξέρω τι πιστεύετε εσείς, αλλά το να μην λέμε ποτέ «όχι» δεν είναι επιλογή και σε καμία περίπτωση δεν το κάνουμε επειδή είμαστε «καλοί» και θέλουμε να κάνουμε χάρες στους άλλους. Αδυναμία είναι… Παρασυρόμαστε να πραγματοποιήσουμε τα «θέλω» των άλλων και ακριβώς επειδή περιμένουμε κι εκείνοι να κάνουν το ίδιο (περιμένουμε οι άλλοι να μας κάνουν ευτυχισμένους), δεν βλέπουμε ποτέ τα δικά μας, δε μάθαμε να τα βλέπουμε επειδή δεν τα σεβόμαστε άρα επειδή δεν αγαπάμε τον εαυτό μας! 

Δεν πρέπει να περιμένουμε από τους άλλους να μαντέψουν τι θέλουμε! Η σχέση δεν είναι αντάλλαγμα! «Κάνω αυτά που θέλεις, κάνεις αυτά που θέλω», όχι! Αυτό είναι συμβιβασμός! Η σχέση είναι μοίρασμα…  Βρίσκεις τον άνθρωπο με τον οποίο ταιριάζεις περισσότερο ώστε να μπορέσει ο ένας να δεχτεί πιο εύκολα το «εγώ» του άλλου. Δεν γινόμαστε ο καθένας κάτι άλλο γι’ αυτόν που αγαπάμε…!! Δεν γινόμαστε αυτό που νομίζουμε ότι θέλει ο άλλος από φόβο μήπως τον χάσουμε! Ας τον χάσουμε, εφόσον δεν είναι αυτό που μας ταιριάζει… Αν μας ταιριάζει, δε θα κινδυνέψουμε να τον χάσουμε ποτέ! Αν αξίζει, δεν θα μας κάνει να αμφιβάλλουμε ποτέ!  Έλεος, γιατί να πιστεύουμε ότι μας αξίζει αυτή η ταπείνωση; Αξίζουμε τα πάντα επειδή είμαστε απλά ο εαυτός μας! Γιατί αναγκάζουμε τον εαυτό μας να γίνει κάτι άλλο και να απογοητευτούμε;

Μόνοι υπεύθυνοι για την ευτυχία μας είμαστε εμείς! Γι’ αυτό…
ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ -ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ- ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ!!
Αυτό μας αξίζει, και, μας αξίζει αυτό! 


Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα [απόσπασμα]

Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα [απόσπασμα]




Απόσπασμα από μία συνεδρία

[…]
«Όσο για την αυτοεκτίμηση... καλά που μου το υπογραμμίζετε, είναι τεράστιο θέμα! Πραγματικά, με κάνει να μην έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, στους υπολογισμούς μου, στις αποφάσεις μου, στις δυνάμεις μου, στις αρχές μου. Νιώθω σαν φύλλο στον ανεμοστρόβιλο του άγχους και δεν μπορώ να με εμπιστευτώ! Κανείς αυτοσεβασμός, έτσι. Ξέρω τι θέλω, τι αξίζει και δεν μπορώ να το ακολουθήσω. Χειρότερο από το να μην ήξερα...
»Πάρα πολλές φορές συνέχισα «φιλίες» με πρόσωπα που αποδείχτηκαν φτηνά. Τα σημάδια για το τι όντως είναι κατά βάθος τα είχα δεχθεί, τα υποψιάστηκα πολύ νωρίτερα, υπήρξαν φορές που ήταν κραυγαλέα. Και όμως, εθελοτυφλούσα. Μια κακορίζικη στρουθοκάμηλος που έχωνε το μικρό κεφαλάκι της σε σωρούς από ξερά φύλλα για να μη δει εκείνο που θα τη ξεβόλευε. Που θα ξεβόλευε τους περισπασμούς, για να κοιμίζει το φόβο του Τίποτα, αυτό προείχε.
»Έτσι συνδέθηκα με υποκριτές, με άτομα που ήθελαν να με εκμεταλλευτούν –από μακριά φώναζα πως είμαι εκμεταλλεύσιμη– με ψεύτες, κρατούσα κοντά μου πρόσωπα που δεν εκτιμούσα. Παρίστανα πως τους εμπιστεύομαι ενώ δεν τους εμπιστευόμουν, νάρκωνα τις αμφιβολίες μόλις πήγαιναν να εμφανισθούν. Πίστευα ότι με τέτοια στάση αποδεικνύω ότι είμαι καλή φίλη. Ο καλός δεν είναι τυφλός, έτσι δε μου είπατε;
[…]
»Εκεί ακριβώς κι εγώ εξευτελίστηκα όσο δεν πάει άλλο... Προκειμένου να γλιτώνω απ’ την τρομαχτική μοναξιά, από τον κίνδυνο της απόρριψης, ξεπουλούσα την ψυχή μου, αλλά και το σώμα μου, σε κάθε διάβολο. Νόμιζα πως είναι καλοσύνη μου η τόση μου δοτικότητα, είδα κι έπαθα, με τη βοήθεια σας, να παραδεχθώ πως ήταν εξαγορά. Δινόμουν, έλεγα γλυκά λόγια εύκολα, έκανα δώρα, έτρεχα να συμπαρασταθώ, ήρθαν εποχές που έτρεχα όλη μέρα σε κάθε αναγκεμένο που μου ζητούσε διάφορα. Χαρακτήρες σαν το δικό μου μυρίζουν από απόσταση, όλοι όσοι είχαν αδυναμίες, ανάγκες, βλέψεις για ν’ ακουμπούν στον άλλο την ευθύνη τους, με έβαλαν στόχο. Κολακευόμουν! Πως τα καταφέρνω, πως αγαπιέμαι, πως με θαυμάζουν, πως κερδίζω τον Παράδεισο! Όχι, δεν ήταν το φωτοστέφανο της αγίας που με φώτιζε, ήταν μια φουκαριάρα ανάγκη να αξίζω, γιατί πίστευα πως δεν αξίζω. Αυτός ο τρόπος, αυτός ο λόγος, είπατε πως είναι ο πιο πρόσφορος για να χάσει κάνεις την διάκριση. Να γίνουν όλα γύρω του ένας αχταρμάς, όπου θα περιφέρεται όχι ως άγιος αλλά ως ανόητος, αφελής από μειονεξία. Αλλά και τι εγωισμός!... Γιατί, καλά και σώνει, να κυκλοφορεί κανείς ως άγιος; Ο αληθινός άγιος ούτε το διανοείται πως είναι άγιος, διάβασα κάπου.
»Αλλά δεν ήταν μόνο η ευπρεπής πλευρά μου... Είπαμε, όρια και διάκριση σε τέτοιες νευρωσικές ζωές δεν υπάρχουν.
»Το βλέπω! Πάντα το έβλεπα αλλά ήταν αδύνατο να πειθαρχήσω στην αξιοπρέπεια. Υπήρξαν εποχές που οι γύρω με χαρακτήρισαν ελαφρόμυαλη, «εύκολη» ηθικά, μια και πήγαινα τα βράδια χωρίς μεγάλες προδιαδικασίες στο κρεβάτι ενός άντρα. Δεν πήγαινα όμως για το σεξ, άλλωστε σπάνια στον έρωτα φτάνω σε οργασμό, πήγαινα για να έχω παρέα μια ζεστή ψευτοαγκαλιά, μια παρουσία, μια φωνή, να μην περάσω μόνη τη νύχτα, τις πιο δύσκολες ώρες...
»Όλα πληρώνονται στο τίμημα που ορίζει η ανάγκη σου, έτσι δε μου έχετε πει; Η δικιά μου η ανάγκη λοιπόν ήταν τόσο τρομερή που την αγόραζα με το σώμα μου, κάτι έπρεπε να δώσω, έτσι είναι το δίκαιο και οι νόμοι της αγοράς. Η ανταλλαγή! Δεν αντέχω να μου προσφέρουν χωρίς να ανταποδίδω. Δεν το άντεξα ποτέ.
»Ο κόσμος λέει: «Καλύτερα χωρίς συντροφιά, παρά με κακή συντροφιά». Εγώ όμως φώναζα ολόκληρη: «Καλύτερα με κακή παρέα, παρά χωρίς παρέα!» Έλεγα: «Καλύτερα κάτι, έστω και κακό, παρά τίποτα!». Να λοιπόν που το είχα ήδη ονοματίσει το Τίποτα και χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει ακόμη όσα με βοηθάτε να συναισθάνομαι. Κάτι, έστω και κακό, παρά τίποτα!
»Δεν είχα καμιά αμφιβολία γι' αυτό, δεν μπορούσα να επιλέξω, η απειλή του κενού ήταν ανυπόφορη, πώς να κατηγορήσεις για ανηθικότητα έναν που πνίγεται; Κατάντησα θλιβερή. Παρέμενα προσκολλημένη, γελοία παθητική σε μια άπρεπη, χαλασμένη σχέση όχι από πάθος για τον άντρα εκείνον - αυτό θα εξευγένιζε την κατάσταση - αλλά από τρόμο για τον εαυτό μου. Και ξέρετε βέβαια πώς φέρεται ένας άντρας σε μια γυναίκα χωρίς αξιοπρέπεια! Μια γυναίκα που η ανάγκη της μπορεί να φτάνει σε εξευτελισμούς, στη δουλοπρέπεια. Ο έρωτας εμπνέεται από τους δυνατούς και ελεύθερους, κι εγώ υπήρχα η κακομοιριά προσωποποιημένη. Μπορούσα να καταστρέψω και τον πιο ακέραιο χαρακτήρα του άντρα από τον οποίο αρπαζόμουν, να μολύνω και την πιο ευγενική καρδιά του άλλου. Πουλιόμουν φτηνά και τα έκανα όλα φτηνά. Τους διέφθειρα…
»Η μόνη περίπτωση που θα μπορούσα να φύγω πρώτη από το δεσμό ήταν αν υποψιαζόμουν ότι κινδύνευα να με εγκαταλείψει όπου να’ ναι. Γιατί η φρίκη της πιθανής απόρριψης ήταν ακόμη σκληρότερη από την μοναξιά. Ίσως αυτό να ήταν ο ύψιστος κίνδυνος στα άγχη μου. Στην ιδέα πως πλησίαζε να συμβεί, στην ανάμνηση του τι απόγνωση θανάσιμη ίσως θα ξαναβιώσω, έτρεχα με χίλια να απομακρυνθώ, όπως θα έτρεχε ένας αρρωστοφοβικός από μια γειτονιά που ξέσπασε επιδημία χολέρας.
»Όλα όσα σας διηγούμαι τώρα τα ανακάλυψα πρόσφατα, καταλαβαίνετε εσείς όσο κανείς ότι γίνονταν ασυναίσθητα, ασυνείδητα. Κι αν δεν ήταν και τόσο ασυνείδητα, όπως συχνά θέλετε να μου θυμίζετε, σας βεβαιώνω πως ο νους μου έχει ένα εξαιρετικά σβέλτο, αστραπιαίο μηχανισμό να ξαναχώνει πίσω κάτι τέτοιες εκλάμψεις συνείδησης. Το παζάρεμα δηλαδή κρατούσε κλάσματα του δευτερολέπτου. Χρειάστηκε πολλή προσήλωση και εσωτερική εργασία για να φτάσω να τα βλέπω και να σας τα περιγράφω σήμερα.
[…]
»Διάβαζα, διάβαζα συνεχώς, για να ζήσω. Στα βιβλία μάθαινα πράγματα ενδιαφέροντα, πράγματα που έδιναν νόημα στη ζωή. Δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να ονειρεύεται ένα παιδί, θα μαραθεί, θα σβήσει. Διάβαζα, για να ζήσω. Αλλά όταν βρισκόμουν με ανθρώπους έξω από την οικογένεια της μητέρας μου, φοβόμουν πάρα πολύ. Δεν ήξερα πώς να σταθώ, πώς να μιλήσω, ήταν αδύνατο να προσδιορίσω ποια είμαι πώς δείχνω, που να βάλω τα χέρια μου άμα δεν είχε το παλτό τσέπες. Δεν είχα ιδέα πώς δείχνω. Αυτό είναι πολύ τρομαχτικό, λες και κοιτάς σε ένα καθρέφτη και δε βλέπεις το είδωλό σου, δεν υπάρχει τίποτα... Δεν είναι ακριβώς έτσι, ίσως ήταν χειρότερα. Στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας κρυφά και δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα, κάτι αόριστο για είδωλο κοίταζα εκεί μέσα πότε νόστιμο, πότε πανάσχημο. Κάτι εναλλασσόμενο διαρκώς που με τρέλαινε. Δε γινόταν να συμπεράνω. Δεν έμαθα ποτέ να ζω σε ένα απρόβλεπτο ζωντανό περιβάλλον. Δεν άξιζα τίποτα, κατάφερνα ελάχιστα. Όσα άριστα και εύγε να πετύχαινα με μελέτη και προσπάθειες στο σχολείο, πάλι ένιωθα μηδαμινή, άσχημη. Να χρωστώ εγώ σε όλους και να μη ζητώ τίποτε, απολύτως τίποτα. Ντρεπόμουν να μου δίνουν και το ελάχιστο.
 […]
»Τίποτα δε με έπειθε γι' αυτό [ότι είναι όμορφη]. Ένιωθα πάντα άχαρη, ένα πλάσμα παράξενο, ρευστό, χωρίς ηλικία. Πότε πολύ μικρή και ανόητη, πότε γερασμένη. Ασήμαντη σίγουρα. Πότε ψηλή, πότε κοντή. Πότε παχιά, πότε υπερβολικά αδύνατη. Δε γινόταν να προσδιορίσω πόσων χρόνων είμαι και να φέρομαι ανάλογα. Έχω μεγάλο πρόβλημα με το χρόνο. Δεν ήξερα για μένα». 


Γράμμα στην Άννα: Περί εγωισμού

Γράμμα στην Άννα: Περί εγωισμού


Διάβαζα πάλι ένα κεφάλαιο από το βιβλίο της Βαμβουνάκη «Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα». Η Βαμβουνάκη είναι εκείνη που δεν ήξερες όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο και σου είχα αναφέρει το όνομά της (και κόντεψα να σε δείρω)! Είναι ψυχολόγος και ασχολείται χρόνια με τη ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυση. Ό,τι δικό της κι αν έχω διαβάσει μένω έκπληκτη.! Ο «George Orwell» (Eric Blair) είχε γράψει το κορυφαίο: «Τα καλύτερα βιβλία είναι αυτά που γράφουν τα πράγματα που ήδη ξέρεις». Προφανώς, μας αρέσει να διαβάζουμε αυτά που πιστεύουμε ήδη, αυτά που έχουν συμβεί και σε μας, τα οποία έχουμε συναντήσει και μπορούμε να βιώσουμε τη σκέψη και το πάθος αυτού που τα έχει αποτυπώσει στο χαρτί για χάρη μας. 
Η Βαμβουνάκη στο βιβλίο της έλεγε πως υπάρχουν δύο είδη εγωιστών: το πρώτο αφορά όλους εκείνους που προσπαθούν να προκαλέσουν τη λύπηση των άλλων και το δεύτερο είναι το ακριβώς αντίθετο: όλοι προσπαθούμε να αποδείξουμε αυτό (που πιστεύουμε εμείς) ότι είμαστε ως υπέρτατη απόδειξη –πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μας– ότι είμαστε κάτι σημαντικό, από φόβο μήπως είμαστε ένα τίποτα. Νομίζω, όπως συζητούσαμε και τις προάλλες, ότι όλοι έχουμε περάσει και από τα δύο κατά καιρούς. Αλλά και τα δύο προκύπτουν από την ίδια ακατανίκητη μανία μας να «ευτυχήσουμε» και να «πετύχουμε» ενώ δεν έχουμε κατανοήσει ότι πρώτα πρέπει να «συνειδητοποιούμε».
Η Βαμβουνάκη πιστεύει ότι αυτό συμβαίνει γιατί η «μικρή» καρδιά μας δεν αντέχει τα «μεγάλα» (δηλαδή τα ουσιαστικά) πράγματα, ακριβώς γιατί έχει μάθει να είναι μικρή, δηλαδή μίζερη. Άρα, αυτό που λείπει από τη ζωή μας είναι η συνειδητοποίηση και η αυτοπραγμάτωση. Ψάχνουμε τον τρόπο να εφεύρουμε την ευτυχία μας, πολλές φορές με παραδείγματα από τις ζωές των άλλων, αντί απλώς να τη βρούμε,  να βρούμε αυτό που «στενεύει» τη «μικρή» μας καρδιά, αυτό που δημιουργεί αυτό το μεγάλο κενό στην ψυχή μας. Βέβαια, το μεγάλο ερώτημα είναι ακριβώς αυτό: τι μπορεί να είναι ουσιαστικό και τι όχι; Ίσως είναι υποκειμενικό για τον καθένα μας, αλλά σίγουρα δεν έχει σχέση με τη σαχλή και εφήμερη «διασημότητα» που προσπαθούν να πλασάρουν τα Μ.Μ.Ε.
Τέλος, στο βιβλίο αναφέρεται μία μέθοδος σύμφωνα με την οποία, για να μας αρέσει αυτό που θα πετύχουμε και όχι να μας αφήνει μία γεύση ανικανοποίητου που δεν πιστεύαμε ότι τελικά θα νιώθαμε εξ’ αιτίας του (όπως λέει στο άλλο θαυμάσιο βιβλίο της «Το φάντασμα  της αξόδευτης αγάπης»), θα πρέπει να εκπαιδευτούμε στο να κάνουμε υπομονή. Ο άνθρωπος μαραίνεται μέσα στον αυθορμητισμό του για όόόόλα αυτά που θέλει ενθουσιωδώς να αποκτήσει κι έπειτα χάνει το νόημά τους. Λέγεται, άλλωστε, πως όσα δεν έχεις είναι στην ουσία όσα δε χρειάζεσαι! Άρα μάλλον η απάντηση στα «ελάχιστα» που χρειάζεται η μεγάλη καρδιά για να γεμίσει, είναι το να συνειδητοποιήσουμε ότι από τη ζωή μας λείπει η συνειδητοποίηση του τι είναι ουσιαστικό, ώστε να αποβάλουμε όποια μικρότητα και μιζέρια μάς στενεύει… 

Υ.Γ: Το είχα γράψει στο πλοίο… Αυτά κάνει κάνει ο άνθρωπος όταν βαριέται.! J


Φίλη Μοναξιά

Φίλη Μοναξιά

Έχεις νιώσει ποτέ μπουχτισμένος από μια άδεια ζωή
Έχεις γευτεί την πικρή γεύση της απογοήτευσης για πολλοστή φορά; 
Έχεις δώσει άφεση αμαρτιών στον εαυτό σου που διαλέγει την ίδια ζωή ξανά και ξανά; 
Αντέχεις να κοιμάσαι με τις τύψεις σου το βράδυ γιατί καταστρέφεσαι; 
Από πόσα ασήμαντα πράγματα πιάστηκες για να μην πνιγείς;
Πόσα χαμόγελα προσποιήθηκες;
Πόσο ακόμη αντέχεις; 
Ζεις;
Μέτρα τα όλα αυτά. Ζύγισέ τα. Και διάλεξε την ιδεολογία σου. 
Εγώ θα σε συμβούλευα να μάθεις να στέκεσαι μόνη σου. 
Γιατί έχει πολλή μοναξιά αυτή η ζωή. Έτσι μου είπαν δηλαδή. Εγώ πού να ξέρω από αυτά. 
Σάμπως έχω ζήσει και τίποτα;
Τώρα λοιπόν, τώρα είναι η στιγμή να το μάθεις.
Γιατί, άμα δεν κάνεις ειρήνη με τη μοναξιά, δε θα μάθεις ποτέ την αξία της συντροφιάς.

ΠΙΣΤΕΨΕ!!!ΣΟΦΟ!!!ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ!!!


ΠΙΣΤΕΨΕ!!!

ΠΙΣΤΑΨΕ.JPG

Τετάρτη, 25 Ιουνίου 2008

ΣΟΦΟ!!!

ΛΛ.bmp

Τετάρτη, 25 Ιουνίου 2008


ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ!!!
10 entoles.jpg

ΜΟΝΑΞΙΑ!!!


ΜΟΝΑΞΙΑ!!!



ΜΟΝΑΞΙΑ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΑΓΑΠΗ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΜΑ ΚΑΙ Η ΠΙΚΡΗ...

Ο ΜΟΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΝΩ ΑΛΛΑ ΛΑΘΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ....

ΝΑ ΜΗΝ ΠΛΗΓΩΣΩ ΚΑΝΕΝΑΝ...

ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΔΩΣΩ ΣΕ ΜΕΝΑ....

ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΕΙΣΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ!!!





58850vkby15sawe.gif


\

Κι ας ήταν ουρανός προορισμός Η ευλογία του Έρωτα Διαδρομή

Κι ας ήταν ουρανός προορισμός

24 Σεπ 2010


Κι ας ήταν ουρανός προορισμός.jpg
Ας  ήταν να  ερχόσουν  ξανά.
να μ'  εύρισκες  στο πουθενά
  στο  μηδέν που με   άφησες
για  τελευταία   φορά

Τα  φτερά  σου ν'  ακούμπαγα
 το  χέρι  να μ'  άγγιζες.
Κι ας ήταν   ουρανός
προορισμός
με  τα πόδια   να  πάμε
ΜΑΖΙ

Ας  ήσουν  Εσύ
στα βλέφαρά  μου  κρυμμένος
δάκρυ  να  μη γινόσουν  
δροσοσταλιά   στη γη
Χαρά  μου.

Μείνε  όσο μένω
κοιτώ κι  ανασαίνω
Ό,τι  θέλεις  να  μου  γυρέψεις
πριν ξημερώσει   σε περιμένω
να με γελάσεις  μ'   ένα  σου  γέλιο
την μοναξιά  μου  να κλέψεις.

Η ευλογία του Έρωτα

17 Αυγ 2009


Η αγαπη δίνει φτερά.jpg



  Ένα  «ενήλικο»  λογοτεχνικό  κείμενο. Μια αριστουργηματική διείσδυση  στον φόβο  της  μοναξιάς, στην   έννοια  της μόνωσης στην ψυχή  μιας  γυναίκας -ίσως και  ενός  άνδρα. Αυτό ένας άντρας  μπορεί να  μας το πει.

'Ένα  αφήγημα  αληθινό  στην διαδρομή μιας ζωής, εντός ή εκτός διαδικτύου- με ηρωίδα  την ανήλικη ψυχή μας

     που  Μόνο 

ο  Έρωτας την  ενηλικιώνει, την ωριμάζει ,την απελευθερώνει
την απ -ενοχοποιεί .

`````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

      ΜΟΝΟΣΗ.jpgΔιαδρομή Βραδινού Λεωφορείου

 Νόμιζε πως ταξίδευε στις λεωφόρους του ουρανού σαν μέσα σε βαρύ σύννεφο.
Τόση υγρασία είχε απόψε.

Κοίταζε έξω από το παράθυρο τις φιγούρες των δέντρων. Η ταχύτητα με την οποία προσπερνούσαν το τοπίο, το έκανε να μοιάζει παραδομένο στη σιωπή. Έλεγες πως όλοι οι ήχοι είχαν συγκεντρωθεί εντός του οχήματος και ο έξω κόσμος ήταν σιωπηλός θεατής της μετακίνησής τους.

Επιβάτες, λίγο περισσότεροι από τριάντα κι ας ήταν νύχτα, όλοι μεσόκοποι και κουρασμένοι.   

Ευτυχώς απολάμβανε την κατάχρηση του διπλού καθίσματος, αφού η διπλανή της κυρία είχε μετακομίσει σ' ένα άλλο διπλό, άδειο κι αυτό.

 Από μια ώρα και μετά, τα περιγράμματα των δέντρων χάθηκαν στο απόλυτο σκοτάδι. Ο οδηγός έσβησε τα εσωτερικά φώτα.  Μια θλιβερή ανάσα ύπνου απλώθηκε και την τύλιξε ασφυκτικά.

Ένιωσε τον γνωστό κλειστοφοβικό πανικό. Θα έσκαγε. Μικρές στάλες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό της. Σίγουρα θα είχαν κοκκινίσει τα μάτια της. Ένιωθε τον αέρα να γίνεται πυκνός και απεχθής. Δεν γλιστρούσε στα πνευμόνια. Καταλάβαινε ότι βουλιάζει, ότι πνίγεται. Οι βλεννογόνοι της ξηραίνονταν. Η εισπνοές της ακούγονταν σαν σφύριγμα ή ρόγχος.

Τα συμπτώματα, είχαν την ίδια ένταση της πρώτης φοράς. Συνέβαιναν και την κρατούσαν βίαια στο χείλος του κινδύνου, ή θα ούρλιαζε ή θα λιποθυμούσε.

 Τι το ήθελε και ταξίδευε μόνη; Αν ήταν κάποιος μαζί της θα ένιωθε πιο καλά. Τουλάχιστον, αν έχανε τις αισθήσεις της, δεν θα χρειαζόταν να την φροντίσουν ξένοι άνθρωποι.

Το είχε πάθει μία φορά. Όταν μετά άνοιξε τα μάτια της, διαπίστωσε ότι της είχαν ανοίξει το πουκάμισο, της είχαν λύσει το στηθόδεσμο και την είχαν καταβρέξει με νερό. Τα πόδια της, σηκωμένα ψιλά, όπως έπρεπε, αποκάλυπταν τα εσώρουχά της.
Τι πιο φυσικό; Σιγά μην νοιαζόταν κάποιος ξένος για την αξιοπρέπειά της. Εδώ οι δικοί και δεν ...

 Τι είχε πει ο γιατρός; Να κάνει λογικές σκέψεις. Αυτό είχε πει.

Η λογική εξαρθρώνει το φόβο.  

 Αναγύρισε στο πλάι και προσπάθησε να βολευτεί όπως-όπως. Θα ήταν καλύτερα αν κοιμόταν.

Έχωσε το πρόσωπό της μέσα στον ξεχειλωτό γιακά της μπλούζας της. Οσφραινόταν το άρωμά της. Στιγμιαία ωραίο.

 Με τα δάχτυλα, άρχισε να φαντάζεται ότι σκάβει μέσα της μικρές λακκουβίτσες, φανταστικές κρύπτες, μισόφωτες γωνίτσες, για να τους αποθέσει την   πραγματικότητα.

 Άξαφνα, ήρθε στο νου της η αίσθηση του κορμιού του.
Υγρό, απαλό, οικείο.
Η μυρωδιά του ...νοτισμένη από τη βροχή, στεγνωμένη από τον ήλιο, πιπεράτη από τα ανθισμένα γύρω βασιλικά, μεγεθυμένη από την έλλειψη.

 Ύστερα θυμήθηκε τη φωνή του. Βαθειά, απαλή, στέρεη, οικεία.  

 Ο στίχος ήρθε και άστραψε στη σκέψη της.

 «Γέμισα τις κατακόμβες της ψυχής μου μ' εσένα.»

 Της άρεσε ...

 Έκανε συνειρμούς που της φαίνονταν γοητευτικοί.

 Χιλιάδες χρόνια μετά το θάνατό της, οι αρχαιολόγοι, που θα ανακάλυπταν το κορμί της, θα τον έβρισκαν εγχυτρισμένο εκεί. Δίπλα, τα ιερά και τα άγιά του.

 Το δισκοπότηρο με το αίμα του, λέξεις. Το αντιμήνσιο με την εικόνα του, λόγος. Η αγία αναφορά του, αίσθηση.

 Ένιωσε μέσα της το ανατρίχιασμα του όλου.

 Άνοιξε τα μάτια της. Είχαν φτάσει.

 Στη σκέψη της σκίρτησε η ευχή
«Συ εκ του μη όντως εις το είναι ημάς παρήγαγες.»


Ελένη Λ.

 Από την ενότητα: Κείμενα μικρά ... σχεδόν ανήλικα. 


Η αβάσταχτη μοναξιά του πλήθους.

Η αβάσταχτη μοναξιά του πλήθους.

27 Δεκ 2011

12 Σχόλια


    Mοναχικός;;;
Tην "μοναξιά" συμπάθα την
μόνο καλό σου κάνει
βρίσκει τον χρόνο ο πόνος σου
να σου τα πει   και ο καημός να γιάνει.

Την άλλη,  εκείνη την  πολύβουη
τη Μοναξιά του πλήθους
να φοβάσαι.
Έτσι σε πάρει από κοντά
έτσι σε προτιμήσει
αλίμονο σου άνθρωπε
για πάντα Ξένο θα σ' αφήσει...
στου κόσμου  την απεραντοσύνη.
Τι κι αν μιλιούνια άνθρωποι
δίπλα σου βηματίζουν
εσένα παγωμένες οι ανάσες τους σ' αγγίζουν  
Τι κι αν  μιλάνε δυνατά, γελούν ή βρίζουν
εσύ  αλλοδαπός
η μιλιά  βουλιάζει στην σιωπή σου
κανείς  τους δεν την εννοεί
ούτε την κραυγή σου  ακούει
Τι κι αν από άμβωνα μιλούν ή,
βαθιά σου υποκλίνονται  σε χαιρετούν
με αβροφροσύνης λόγους, ;;
Σου προσφέρουνε ποτό,
σου  προτείνουνε χορό
 κι σύ  λες ναι .... ψευτοχαμογελάς,
«ευχαριστώ» παπαγαλίζεις
το χέρι δίνεις
κι από την άλλη
γυρεύεις από πού να φύγεις.
 
Δεν σε χωράει  το κενό .
Αβάσταχτη η  Μοναξιά του πλήθους!