Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Διαμοιράστηκε, λοιπόν, ο Χριστός; (Α Κορ. 1,1-17)

Διαμοιράστηκε, λοιπόν, ο Χριστός; (Α Κορ. 1,1-17)

Tης Δρ. Ελένης Κασσελούρη-Χατζηβασιλειάδη, Διδάσκουσας στο Ε.Α.Π. & το Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Το κομβικό ερώτημα που τόσο ωραία θέτει ο Απόστολος Παύλος στο πρώτο κεφάλαιο της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής αποτελεί πρόβλημα που συνεχίζει να ταλαιπωρεί τις χριστιανικές εκκλησίες μέχρι και σήμερα. Δηλώνουν, αλήθεια, οι διαφωνίες και οι διαιρέσεις των χριστιανών ότι διαμοιράστηκε ο Χριστός;
Από τις απαρχές του Χριστιανισμού, οι Χριστιανοί ομολογούν πίστη σε μία Εκκλησία: «ἓν σῶμα καὶἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶἐκλήθητε ἐν μιᾷἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων, καὶἐν πᾶσιν ὑμῖν» (Εφ. 4, 4-6). Ωστόσο η Χριστιανοσύνη γνώρισε τη διαίρεση σε πολλές κοινότητες χωρισμένες είτε γεωγραφικά είτε πολιτισμικά, ή ως προς τη δογματική διδασκαλία από πολύ νωρίς. Ο άγιος Κλήμης Ρώμης διερωτάται: «προς τι τόσες έριδες και διαιρέσεις και οργή και εχθρότητα μεταξύ σας; Μήπως ένας δεν είναι ο Θεός και ο Χριστός και το Πνεύμα της Χάριτος που μας επισκιάζει και μια η εν Χριστώ κλήση μας; Γιατί αναστατώνουμε το Σώμα του Χριστού και επαναστατούμε κατά του ίδιου του σώματός μας και γινόμαστε τόσο ανόητοι ώστε να ξεχνούμε ότι είμαστε αλλήλων μέλη; Ανόητοι!»[1] Αν και θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι κάποιες από αυτές τις διαιρέσεις εκπροσωπούν μια υγιή ποικιλία, ή ακόμη ότι προέκυψαν εξαιτίας κάποιας αναγκαιότητας, είτε ιστορικής είτε πολιτιστικής, είναι αδύνατο να προσεγγίσουμε με ικανοποίηση την κατακερματισμένη ζωή μας ως Χριστιανοί.

Η Εκκλησία δεν είναι δυνατό να διαιρεθεί, ακριβώς επειδή ταυτίζεται με το αδιαίρετο Σώμα του Χριστού. Όπως τονίζει ο άγιος Μάξιμος: «έχουμε προορισθεί από Αυτόν, προ των αιώνων, να υπάρχουμε εν Αυτώ, ως μέλη του Σώματός Του και Αυτός μας συναρμόζει και μας συνταιριάζει δια του Αγίου Πνεύματος, όπως η ψυχή εναρμονίζει το σώμα» ή αλλού: «ο Λόγος του Θεού (ο Χριστός) επιθυμεί το μυστήριο της ενανθρωπήσεως Του να πραγματοποιείται πάντοτε και σε κάθε τι». [2]

Αμέσως μόλις κατανοήσει και συναισθανθεί κάποιος την τραγωδία των διαιρέσεων, θέτει το ερώτημα: τί μπορεί να γίνει για την θεραπεία τους; Σε μερικές χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες υπάρχει διάχυτη η άποψη ότι η ενότητα μπορεί μόνο να επιτευχθεί με μια παγκόσμια «επιστροφή» ή αφομοίωση σε αυτές. Σε άλλες πάλι, υπάρχει η αίσθηση ότι αρκεί να απομακρυνθούν οι πολιτισμικές και τυπικές επιστρώσεις ώστε να καταστεί εμφανές ότι στην πραγματικότητα είμαστε μία Εκκλησία. Υπάρχουν πολλοί τρόποι προσέγγισης της σημασίας και του τρόπου επίτευξης της χριστιανικής ενότητας. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: εξετάζοντας το χριστιανισμό σήμερα, τί μπορεί να γίνει ώστε οι χριστιανικές ομολογιακές οικογένειες να έλθουν πιο κοντά η μία στην άλλη, αλλά και πιο κοντά στην ενότητα στην οποία έχουν κληθεί, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (Ιωαν. 17, 21);

Στην οικουμενική κίνηση οι προσπάθειες συμφιλίωσης έχουν λάβει, κυρίως, δύο αλληλοσυμπληρούμενες μορφές: η πρώτη ως «όντας σε διάλογο», και η δεύτερη ως «ενεργώντας από κοινού». Σε κάθε ανθρώπινη διαίρεση και διαμάχη είτε στο επίπεδο των προσωπικών σχέσεων, της οικογένειας και της φιλίας, είτε στο επίπεδο των θεσμών, η επούλωση των πληγών, η θεραπεία και η επανένωση χρειάζεται το συνδυασμό δύο πραγμάτων: α) του διαλόγου, τί συνέβη, δηλαδή, και προκλήθηκε η διαίρεση, τί είναι αυτό που πραγματικά μας διαιρεί, αλλά και β) της πράξης και κοινής πορείας, αρχίζοντας, δηλαδή, να ενεργούμε από κοινού για να οικοδομήσουμε ή να ανασυστήσουμε ένα είδος κοινής ζωής. Αυτή η προσπάθεια είναι ιδιαιτέρως σημαντική αφού η Εκκλησία ως σώμα Χριστού και ως η συνεχιζόμενη ενσάρκωση του Λόγου πάνω στη γη καλείται να συνεχίσει το έργο του ιδρυτή της. Η αναλογία αυτή ανάμεσα στην αποστολή του Χριστού και της Εκκλησίας δεν ισχύει μόνο για την μορφή και τον τρόπο που επιτελείται, αλλά και για το κίνητρο που την ενεργοποιεί, δηλαδή η Εκκλησία ασκεί την αποστολή της με αγάπη (Εφεσ. 4,15-16). «Αν έχεις αγάπη, λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, θα γίνεις απόστολος και μάλιστα ο πρώτος των αποστόλων»[3] γιατί: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.[4]Η εκκλησία, συνεπώς, αδιάκοπα οδοιπορεί-όχι απλώς σαρκωμένη αλλά σαρκούμενη, «προς ένα τελικό φθάσιμο. Το τελικό φτάσιμο είναι στην πραγματικότητα ο λόγος για τον οποίο η κτίση δημιουργήθηκε: η μεταποίηση των πάντων σε Σώμα Χριστού και κατόπιν η συνάντησή τους με το Θεό, η ανάστασή τους ως καινής κτίσης, η μεταμόρφωση των συμπάντων σε πανηγύρι Τριαδικής ζωής, δηλαδή σε Βασιλεία του Θεού»[5].

Ένα άλλο σημαντικό σημείο του πρώτου κεφαλαίου της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής είναι ότι ο απόστολος Παύλος δίνει έμφαση στη σχέση ιεραποστολής και ενότητας: «η αποστολή που μου όρισε ο Χριστός δεν ήταν να βαπτίζω αλλά να κηρύττω το ευαγγέλιο χωρίς σοφά και περίτεχνα λόγια, ώστε ο θάνατος του Ιησού Χριστού στο σταυρό να μη χάσει το περιεχόμενό του».[6] «Η ιεραποστολή και η ενότητα δεν είναι δύο μεγέθη ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά δύο συνάλληλες και διάλληλες μορφές της μιας και της ίδιας αρχής, της αγάπης. Η ανάμεσα τους σχέση δεν είναι αθροιστική αλλά δυναμική, όχι με την έννοια μιας ενεργού αμοιβαιότητας αλλά με την έννοια μιας εσωτερικής αναγκαιότητας. Η ιεραποστολή με την ευρεία έννοια της κένωσης του Θεού έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την ενότητα, όχι μόνο ως εσχατολογικό αποτέλεσμα, αλλά και ως πραγμάτωσή της σε κάθε μια επιμέρους εκδήλωση της κένωσης».[7]

Ο απόστολος Παύλος, τέλος, ευχαριστεί το Θεό που έδωσε στους πιστούς τη χάρη Του διά του Χριστού Ιησού. Τους πλούτισε με όλα τα χαρίσματα, με κάθε είδους λόγο και κάθε είδους γνώση.[8] Αυτή τη γνώση και τα χαρίσματα θα πρέπει να αξιοποιήσουμε οι χριστιανοί σήμερα, ώστε όλοι μαζί να ξεπεράσουμε κάθε είδους διάσπαση, καταστροφή, διαίρεση, πόλεμο, κοινωνική αδικία και πόνο. Όπως λέει χαρακτηριστικά ένας σημαίνων Ορθόδοξος θεολόγος, «τα βάσανα του κόσμου, τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας θα πρέπει να γίνονται στο στέρνο κάθε χριστιανού και η δικιά του έγνοια, ημέρα και νύκτα. Η δικαιοσύνη των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και του Ιησού να αποτελούν την νέα απαίτηση, τη νέα μεγάλη ευθύνη για το μέλλον, τη νέα προσευχή της καρδιάς. Γιατί η δικαιοσύνη είναι δικαιοσύνη μόνο όταν είναι παγκόσμια».[9]

Το ζήτημα της δικαιοσύνης και της ειρήνης ήταν το θέμα της 10ης Γενικής Συνέλευσης του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών που πραγματοποιήθηκε στο Busanτης Ν. Κορέας το Νοέμβριο του 2013. Εκπρόσωποι των εκκλησιών μελών του ΠΣΕ, θεολόγοι, κληρικοί και λαϊκοί, από όλες τις χριστιανικές ομολογίες κι εκπρόσωποι άλλων θρησκειών συζήτησαν το θέμα: «Ζωοδότη Θεέ, οδήγησέ μας στη δικαιοσύνη και την ειρήνη». Στο μήνυμα που απέστειλε η Γενική Συνέλευση προς την παγκόσμια κοινότητα τονίστηκε μεταξύ άλλων: «Ζούμε σε μία εποχή παγκόσμιας κρίσης. Ευρισκόμαστε αντιμέτωποι με οικονομικές, οικολογικές, κοινωνικο-πολιτικές προκλήσεις. Στο σκότος και τη σκιά του θανάτου, στις βασάνους και τους διωγμούς, πόσο πολύτιμο είναι το δώρο της ελπίδας από τον Αναστάντα Κύριο! Με τη φλόγα του Πνεύματος στις καρδιές μας, προσευχόμαστε στον Χριστό να φωτίζει τον κόσμο: ώστε το φως του να μεταστρέφει όλη την ύπαρξη μας προς τη φροντίδα ολάκερης της κτίσης και την ομολογία ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν πλαστεί κατ’ εικόνα του Θεού. Καθώς ακούμε φωνές που συχνά προέρχονται από το περιθώριο, ας πάρουμε όλοι μαθήματα ελπίδας και επιμονής. Ας δεσμευτούμε εκ νέου να εργαστούμε για την ελευθερία και την αλληλέγγυα δράση. Είθε ο φωτίζων Λόγος του Θεού να μας οδηγεί στο ταξίδι μας. Η πρόθεσή μας είναι να προχωρήσουμε όλοι μαζί. Έχοντας ως ερέθισμα την εμπειρία μας στο Πουσάν, καλούμε όλους τους καλής θελήσεως ανθρώπους να προσφέρουν τα δώρα που έχουν λάβει από τον Θεό σε μεταμορφωτικές δράσεις. Η Συνέλευση σας καλεί να έρθετε μαζί μας σε προσκυνηματική πορεία. Είθε οι εκκλησίες να είναι κοινότητες θεραπείας και ευσπλαχνίας και είθε εμείς να σπέρνουμε τις Ευφρόσυνες Ειδήσεις, ώστε να καλλιεργείται η δικαιοσύνη και η υπερέχουσα ειρήνη του Θεού να εξαπλώνεται στον κόσμο. «Μακάριοι οι φυλάσσοντες κρίσιν και ποιούντες δικαιοσύνην εν παντί καιρώ» (Ψαλμ. 106,3)».

Όσοι συμμετείχαμε στη Γενική Συνέλευση διαπιστώσαμε ότι οι χριστιανικές εκκλησίες και ομολογίες έχουν εν πολλοίς συνειδητοποιήσει ότι η διάσπαση και η διαίρεση έχουν καταστροφικές συνέπειες για ολόκληρη την ανθρωπότητα και ότι μόνο μαζί μπορούν να υπηρετήσουν πραγματικά τον άνθρωπο και την κτίση, το θέλημα δηλαδή του Θεού για ειρήνη, δικαιοσύνη και αγάπη. Έχουν καταλάβει ότι η παγκόσμια κοινωνία αγάπης ελεύθερων προσώπων είναι «ιδανικό για το οποίο αξίζει κανείς να αγωνίζεταινα δρα δημιουργικά στο τοπικό με προοπτική το παγκόσμιο. να ανταποκρίνεται υπεύθυνα στο συγκεκριμένο χρέος, με προσανατολισμό και σκοπό ζωής το Άπειρο - τον Θεό της αγάπης».[10] Η συνάντηση με τον άλλο, τον όποιο άλλον, αμβλύνει τις αντιθέσεις, παρακάμπτει τις φυλετικές ή εθνικιστικές διαφορές, αποβάλλει την ξενοφοβία και το μίσος, ενισχύει το σεβασμό προς το πρόσωπο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, δημιουργεί τις συνθήκες ώστε να αντικρύσουμε τα ενοποιά στοιχεία που συνέχουν τον κόσμο μας, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για μια ζωή ολοκληρωμένη και τέλεια πνευματικά και ηθικά. Η πορεία αυτή είναι προσκυνηματική, είναι πορεία προσευχής και άσκησης, είναι πορεία γεμάτη πόνο και αγωνία, είναι πορεία ιστορική με εσχατολογικό περιεχόμενο και προοπτική, είναι πορεία σταυροαναστάσιμη. Ούτως ή άλλως δεν «υπάρχει κανένα μονοπάτι προς την εσχατολογική τελειότητα που παρακάμπτει τη ζωή πάνω στη γη και τους αγώνες που συνοδεύουν τη ζωή».[11]

Θα κλείσουμε με τα λόγια ενός σημαντικού Ορθόδοξου θεολόγου, που είχε μάθει να διαλέγεται. «Κατά κάποιαν ορισμένη έννοια η όλη ιστορία είναι ιερή. Ταυτόχρονα όμως η ιστορία της εκκλησίας είναι τραγική. Η καθολικότητα έχει δοθεί στην εκκλησία. Η επίτευξή της είναι το καθήκον, το ιερό έργο της εκκλησίας. Η αλήθεια συλλαμβάνεται με κόπο και με μόχθο. Δεν είναι εύκολο να ξεπεράσει κανείς την υποκειμενικότητα και την επί μέρους ιδιορρυθμία. Ο θεμελιακός όρος του χριστιανικού ηρωισμού είναι ταπείνωση εμπρός στο Θεό και αποδοχή της αποκαλύψεως του ….… πρέπει να μας γίνει πεποίθηση ότι ακριβώς μέσα στην εκκλησία η πληρότης του Χριστού είναι τετελειωμένη. Καθένας από εμάς αντιμετωπίζει αμφιβολίες και δυσκολίες. Αλλά πιστεύουμε κι ελπίζουμε ότι η ενωμένη, καθολική, ηρωική προσπάθεια θα διαλύσει τις δυσκολίες αυτές. Κάθε έργο αδελφότητος και ομονοίας είναι ένα μονοπάτι προς την πραγμάτωση της καθολικής πληρότητας της εκκλησίας που αγάλλεται στη θέα του Κυρίου: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αυτῶν». [12]

Το κείμενο αποτελεί ομιλία που έγινε κατά την Οικουμενική Προσευχή για την Ενότητα της Εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη (18/1/2014).
[1] Πρώτη Επιστολή Προς Κορινθίους, 46, ΒΕΠΕΣ 1, 31. Από το πρωτ. Βασίλειος Θερμός, Οδύνη Σώματος Χριστού. Κεφάλαια εκκλησιαστικής αυτογνωσίας, Αθήνα: Ακρίτας, 2009, σ. 27.
[2] Περί διαφόρων απόρων, PG 91, 1097B, όπ.π.
[3] Εις την επιγραφήν των Πράξεων, 3, PG 51,82.
[4] Ιω. 13,35.
[5] Θανάσης Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, Εν πλώ: Αθήνα, 2008, σ. 33.
[6] Α΄ Κορ. 1,17.
[7] Ηλίας Βουλγαράκης, Ιεραποστολή. Δρόμοι και δομές, Αρμός: Αθήνα, 1989, σ. 244
[8] Α΄ Κορ. 1,4.
[9] Χριστός και Ιστορία. Επιστημονικό Συμπόσιο προς τιμήν του Καθηγητή Σάββα Αγουρίδη, Παρατηρητής: Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 28.
[10]Αναστάσιος, Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Ακρίτας: Αθήνα, 20011, σ. 268.
[11] π. Δημήτριος Στανιλοάε, Θεολογία και Εκκλησία, (μτφρ. Νίκος Τσιρώνης), εκδ. Τήνος: Αθήνα 1989, σ. 199.
[12] π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, Άρτος Ζωής: Αθήνα, 1973, σ. 209. 
Πηγή: amen.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου