Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης - Καθηγητής Ο Γέρ. Ιωσήφ ο Ησυχαστής & η Αγιορειτική ανάκαμψη -1



Με αφορμή την πρόσφατη επέτειο της κοιμήσεως του μακαριστού Γέρ. Ιωσήφ του Ησυχαστή  (2 Νοεμβρίου 1898 – 28 Αυγούστου 1959), δημοσιεύουμε σήμερα το πρώτο μέρος από ένα σημαντικό άρθρο του Ομότιμου Καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κ. Γ. Μαντζαρίδη, σχετικά με την ιδιαίτερη συμβολή της οσιακής αυτής προσωπικότητας του σύγχρονου Μοναχισμού στην ανάσχεση της πληθυσμιακής φθοράς που χαρακτήριζε μέχρι τις μέρες του την Αθωνική Πολιτεία.
Η σταθερή ανάκαµψη του αγιορειτικού µοναχισµού, που παρατηρείται σήµερα, άρχισε να επισηµαίνεται στατιστικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από στατιστική έρευνα, που πραγµατοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1972, διαπιστώθηκε ότι το σύνολο των µοναχών του Αγίου Όρους ανερχόταν στους 1.146. Ο αριθµός αυτός ήταν υψηλότερος κατά µία µονάδα από τον αριθµό των µοναχών, που παρουσίαζε για το προηγούµενο έτος (1971) το περιοδικό Irénikon [1]όπου δηµοσιεύονταν κατά καιρούς στατιστικά στοιχεία των αγιορειτών µοναχών. Έκτοτε η σταθερή πτώση του αριθµού των µοναχών της Αθωνικής Πολιτείας µεταβλήθηκε σε σταθερή ανάκαµψη, που έγινε πλέον εντυπωσιακή.
gerwnioshs
Στην ανάκαµψη αυτή συνέβαλαν ασφαλώς πολλοί παράγοντες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται και οι οµαδικές προσελεύσεις συνοδειών από µονές εκτός Αγίου Όρους. Πέρα όµως και πριν από την προσέλευση των συνοδειών αυτών υπήρξε και η παρουσία ισχυρών προσωπικοτήτων µέ έντονη πνευµατική και ηθική ακτινοβολία, που προετοίµασαν και στήριξαν την ανοδική πορεία του Αγίου Όρους. Κορυφαία θέση µεταξύ αυτών κατέχει ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, στον οποίο ανάγουν σήµερα την πνευµατική τους πατρότητα έξι από τις είκοσι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους [2].
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και προσήλθε στον µοναχισµό σε περίοδο εκκοσµικεύσεως και παρακµής της µοναχικής και γενικότερα της εκκλησιαστικής ζωής. Δέκα περίπου χρόνια µετά τη γέννησή του, το 1907, ο αρχιµανδρίτης Ευσέβιος Ματθόπουλος ίδρυσε την Αδελφότητα Θεολόγων «Η Ζωή», που απαρτιζόταν από κληρικά και λαϊκά µέλη µέ δεσµεύσεις µοναχικής ζωής, και προσπάθησε να καλύψει σηµαντικά κενά του ποιµαντικού έργου της Εκκλησίας. Με την ίδρυση της αδελφότητας αυτής ανασυστάθηκε ένας ενδοκόσµιος µοναχισµός, που επηρέασε αποφασιστικά την πορεία της εκκλησιαστικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλαδική και την ευρύτερη περιοχή.
Παράλληλα αρκετοί ιεροµόναχοι και µοναχοί επηρεασµένοι από το πνεύµα της εκκοσµικεύσεως εγκατέλειψαν τις µονές τους που βρίσκονταν έξω από τον κόσµο και ανέλαβαν εκκλησιαστικά λειτουργήµατα µέσα στον κόσµο. Τέλος αρκετοί ιεράρχες κατά την περίοδο αυτήν επικαλούµενοι τα ζωτικά κενά του ποιµαντικού έργου της Εκκλησίας ήταν αρνητικά τοποθετηµένοι απέναντι στον αναχωρητικό µοναχισµό, ενώ η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος στον «Οργανισµόν του µοναχικού βίου», που εξέδωσε το 1932 για την αναβίωση του µοναχισµού, ορίζει ως σκοπό του µοναχισµού την «µόρφωσιν του λαού δια του κηρύγµατος του θείου λόγου, των κατηχητικών σχολείων, της Ιεράς Εξοµολογήσεως, της διδασκαλίας των διαφόρων τεχνών… και την εξάσκησιν της φιλανθρωπίας»[3].
Βέβαια δεν έπαυσε να υπάρχει και η φιλοκαλική παράδοση. Αυτή άφησε έντονα ίχνη όχι µόνο στο Άγιον Όρος αλλά και στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο. Άλλωστε και η κίνηση της Ζωής, όπως και οι άλλες χριστιανικές κινήσεις, κληρονόµησαν από αυτήν αρκετά στοιχεία [4]. Ιδιαίτερα όµως ζωντανή ήταν η παράδοση αυτή στην Πάρο, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο νεαρός Φραγκίσκος, όπως ονοµαζόταν ως κοσµικός ο Γέροντας Ιωσήφ. Στην απόφασή του να µονάσει οδηγήθηκε από τη µελέτη της ζωής των αγίων και από εντυπωσιακό συµβολικό όνειρο, που τον καλούσε να υπηρετήσει στα βασιλικά ανάκτορα. Έτσι άρχισε να αποσύρεται σε ήσυχα και ερηµικά µέρη για άσκηση και προσευχή, προσπαθώντας να µιµηθεί κάθε είδος κακοπάθειας που διάβαζε στους βίους των αγίων. Τότε σκέφτηκε και το Άγιον Όρος, όπου πήγε κατά το 1921 σε ηλικία εικοσιτριών ετών.
Εκεί περίµενε να βρει πατέρες στα µέτρα των αγίων που διάβαζε, αλλά δεν ικανοποιήθηκε. «Αφού ήλθα εις το Άγιον Όρος», γράφει ο Γέροντας Ιωσήφ, «έκλαιγα ηµέραν και νύκτα, διατί δεν ευρήκα, καθώς διαλαµβάνουν οι Άγιοι το Άγιον Όρος»[5]. Μολονότι οι πνευµατικές του προσδοκίες ήταν υψηλές, η απογοήτευση που δοκίµασε στον Άθωνα δεν φαίνεται πως ήταν και αντικειµενικά αδικαιολόγητη. Η γενικότερη εικόνα που έχουµε για την πνευµατική κατάσταση του Αγίου Όρους κατά την περίοδο αυτήν, αν και δεν έχει επαρκώς µελετηθεί, δεν θεωρείται οπωσδήποτε θετική. Αξίζει εδώ να σηµειωθεί ότι και ο Γέροντας Σωφρόνιος, ως µοναχός της Ιεράς Μονής του Αγίου Παντελεήµονος, µία περίπου δεκαετία µετά την προσέλευση του Γέροντα Ιωσήφ στο Άγιον Όρος έγραφε ότι «η νοερά εργασία, που αποτελεί τον πυρήνα της πραγµατικής µοναχικής ζωής, βρίσκεται τώρα σε άκρα κατάπτωση»[6].
Κατά την ίδια όµως περίοδο εγκαταβίωνε στην Ιερά Μονή Αγ. Παντελεήµονος ο άγιος Σιλουανός, όπως και ο ίδιος ο Γέροντας Σωφρόνιος, που συνέβαλε αποφασιστικά, µαζί µέ τον άγιο Γέροντά του που βιογράφησε, στην αναβίωση του αγιορειτικού αλλά και ευρύτερα του ορθόδοξου µοναχισµού. Γνωστοί νηπτικοί πατέρες της περιόδου αυτής, κοινοβιάτες και ερηµίτες, είναι ο Ιερώνυµος ο Σιµωνοπετρίτης, ο Αθανάσιος ο Γρηγοριάτης, ο παπα-Σάββας ο πνευµατικός, ο παπα-Τύχων, ο γερο-Κοσµάς ο Παντοκρατορινός, ο γερο-Αυγουστίνος ο Φιλοθεΐτης κ.ά.[7] Αλλά και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής αναφέρει στα κείµενά του σπουδαίους ασκητές, που συνάντησε κατά τη µετάβασή του στο Άγιον Όρος. Έτσι στα Κατουνάκια, που ήταν και ο πρώτος σταθµός της εκεί µεταβάσεώς του, γνώρισε τον διακριτικότατο Γέροντα Δανιήλ και την αδελφότητά του. Άλλοι σπουδαίοι ασκητές της περιοχής αυτής ήταν ο Γέροντας Καλλίνικος ο Ησυχαστής, που για άγνωστους λόγους αρνήθηκε να τον µυήσει «στα µυστικά της ησυχίας και της ευχής»[8], οι µετέπειτα πνευµατικοί του Γέροντες Δανιήλ και Ευθύµιος, όπως και αρκετοί άλλοι ευλαβέστατοι πατέρες. Τελικά ο Γέροντας Ιωσήφ απέκτησε την αδιάλειπτη ευχή µέ εξαιρετική βία, που την επισφράγισε η επίσκεψη της θείας χάριτος [9]. 
Ο χαρισµατικός Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σηµατοδότησε την απαρχή της ανακάµψεως του µοναχισµού του Αγίου Όρους, που διαπιστώθηκε, όπως είπαµε, στατιστικά στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Από τη συνοδεία του, που από το 1953 ως τα τέλη της ζωής του (1959) εγκαταβίωνε στη Νέα Σκήτη, προήλθαν πνευµατικοί Πατέρες, που µε τις δικές τους πλέον συνοδείες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο το Άγιον Όρος.
Το έναυσµα για την ευεργετική αυτή διασπορά, που συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάκαµψη του Αγίου Όρους, δόθηκε από τον ίδιο τον Γέροντα Ιωσήφ. Εφαρµόζοντας µιά ασυνήθιστη τακτική, έδωσε την ευλογία στο καθένα από τα πνευµατικά του τέκνα, να µπορεί να δηµιουργήσει τη δική του συνοδεία. Η περίεργη αυτή επιλογή του Γέροντα Ιωσήφ δεν µπορεί να είναι άσχετη µέ την προοπτική που είχε η φωτισµένη συνείδησή του για το µέλλον της συνοδείας του. Άλλωστε πριν από πολλά χρόνια, όταν κάποιος γνωστός του, ο Ιωάννης Μπίτσιος, τον ρώτησε για τους τρεις µοναχούς που είδε κοντά του, αν είναι της συνοδείας του, εκείνος απήντησε: «Ναι πράγµατι», και συνέχισε:«Βλέπεις αυτά τα καλογέρια, Γιάννη; Ε! Αυτά θα ’ρθεί καιρός που θα γεµίσουν το Άγιον Όρος µε µοναχούς»[10]. Έτσι οκτώ ήδη µήνες πριν από την κοίµησή του, τον Δεκέµβριο του 1958, προέκυψαν τέσσερις συνοδείες στις καλύβες της Νέας Σκήτης, που έγιναν πόλοι έλξεως νέων µοναχών. Παράλληλα η φήµη των ησυχαστών αυτών πατέρων διαδόθηκε στις γύρω µονές, ενώ δύο από αυτές έσπευσαν να προσκαλέσουν ισάριθµους πατέρες ως πνευµατικούς [11].
Η ανάκαµψη του µοναχισµού του Αγίου Όρους προετοιµάσθηκε ουσιαστικά στην ησυχία της ερήµου. Άλλωστε η δυσµενής κατάσταση των ιερών µονών κατά την περίοδο αυτή συντελούσε, ώστε και οι νέοι που προσέρχονταν στον µοναχισµό να µήν προτιµούν τα µοναστήρια, αλλά µικρές συνοδείες µέ πνευµατικούς Γέροντες σε εξαρτήµατα µονών. Η αύξηση όµως των µελών των συνοδειών αυτών, που σήµαινε ταυτόχρονα και αύξηση των στεγαστικών τους αναγκών, καθιστούσε προβληµατική την περαιτέρω παραµονή τους σε µικρά εξαρτήµατα. Προέκυπτε λοιπόν η ανάγκη για αναζήτηση καταλληλότερου τόπου εγκαταβιώσεως. Και ο τόπος αυτός προσφερόταν τώρα στις µεγάλες σκήτες και κυρίως στις µονές, που άρχισαν να ερηµώνονται µε την πάροδο του χρόνου από µοναχούς, ενώ διέθεταν άφθονους χώρους για τις αυξηµένες ανάγκες των συνοδειών.
[Συνεχίζεται]
  1. Βλ. Irénikon 44 (1971), σ. 529-30.
  2. Αναλυτικότερα για τα αίτια της ανακάµψεως του µοναχισµού του Αγίου Όρους βλ. Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία του Χριστιανισµού, Θεσσαλονίκη 51999, σ. 409-10.
  3. Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος (εκδ.), Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, τοµ. Α΄ (1901-1933), Αθήναι 1955, σ. 590. Πρβλ. Α. Γουσίδη, Οι χριστιανικές οργανώσεις, Θεσσαλονίκη 31996, σ. 21 κ.ε.
  4. Βλ. Αρχιµ. Ηλία Μαστρογιαννοπούλου, Αναγεννητικό κίνηµα. Παραφυάδες των Κολλυβάδων, Αθήναι 21987, σ. 79-80.
  5. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εµπειρίας, Επιστολή 37, Ιερά Μονή Φιλοθέου, Άγιον Όρος 62003, σ. 220.
  6. Βλ. Αρχιµ. Σωφρονίου, Αγώνας θεογνωσίας, Η αλληλογραφία Γέροντος Σωφρονίου µέ τον Δ. Μπάλφουρ, µετάφρ. Αρχιµ. Ζαχαρία, Έσσεξ Αγγλίας 2004, σ. 135.
  7. Βλ. Μοναχού Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 31994.
  8. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 62004, σ. 41.
  9. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εµπειρίας, Επιστολή 9, σ. 90-92 και Επιστολή 37, σ. 221 κ.ε.
  10. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 12.
  11. Βλ. Ιωσήφ Μ. Δ., Ο Γέρων Αρσένιος ο Σπηλαιώτης (1886-1983), Θεσσαλονίκη 2001, σ. 91

Εὐχή καί φωτισμός τοῦ νοῦ

 
ΕΥΧΗ ΚΑΙ ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΥ
   Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνας ἀγωνιζόμενος πιστός χριστιανός, πού καλλιεργοῦσε τήν Εὐχή, ὅπως τήν διδάχθηκε ἀπό τόν Γέροντά του, ταξίδευε μέ λεωφορεῖο ἀπό Ἀθήνα γιά Θεσσαλονίκη.
Σέ μία εἰκοσάλεπτη στάσι τοῦ λεωφορείου στοῦ “Λεβέντη”, κατέβηκε καί στάθηκε στήν ρίζα ἑνός παρακειμένου δένδρου μέ πολλή σκιά καί συνέχισε νά λέγη νοερά, τήν Εὐχούλα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», πρᾶγμα πού τό ἔκανε συνεχῶς καί σ᾿ ὅλο του τό ταξίδι.
Ξαφνικά…, καί χωρίς καμμιά προειδοποίησι, κατέβηκε καί εἰσῆλθε ὁ νοῦς μαζί μέ τήν Εὐχή στήν καρδιά του, μέ πλήρη τήν νοερά ἐνέργειά της. Καί τότε ἦλθε σέ ἔκστασι!… Ἦτο σάν νά χάθηκε…(Ὅταν ὁ προσευχόμενος νοῦς εἰσέρχεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό βυθό τῆς καρδίας, ἀλλοιώνει νοερά ἀλλά καί μέ ἱεροπρέπεια ὅλο τόν ψυχοσωματικό ἄνρωπο. Οἱ αἰσθήσεις μεταπλάθονται πνευματικά. Οἱ σκέψεις ἀπαλείφονται καί σιγοῦν. Τόο σῶμα ἀγγελοποιεῖται… καί ὅλες οἱ λειτουργίες του οὐρανοποιοῦνται. Ἔτσι καί σ᾿ αὐτό τόν χριστιανό, πού περιῆλθε σέ ἔκστασι.)
 Φῶς ὡραιότατον, ἄλλοτε πάλλευκο καί ἄλλοτε λευκογάλαζο καί ἀσυγκρίτως καθαρώτερο καί λαμπρότερο ἀπό τό φῶς μιᾶς ἡλιόλουστης ἡμέρας, τόν ἔζωσε μέσα-ἔξω. Ἐγένετο κάτι σάν σύγκρασις-ἔνωσις
  • φωτός καί ψυχῆς,
  • φωτός καί νοός,
  • φωτός καί σώματος,
  • φωτός καί τοῦ χώρου γύρω του.
 Εἶχε τήν πνευματική αἴσθησι μιᾶς ἀνέκφραστης εἰρήνης καί θείας μακαριότητος. Εἶχε τήν αἴσθησι τῆς ἁγνότητος τοῦ θείου Φωτός ἀλλά καί τῆς ἁγνότητος ψυχῆς καί σώματος. Ἀνείπωτη εὐτυχία καί γεῦσι αἰωνιότητος…
 Ταυτόχρονα εἶχε καί μιά ἀκατάληπτη πνευματική ἐνόρασι… Τί εἶδεν; Ὁ Θεός γνωρίζει… Τί τοῦ ἀπεκαλύπτετο; Ὁ Θεός γνωρίζει… Ἄβυσσος τά κρίματα τοῦ Θεοῦ!…
 Καί ξαφνικά…, ἦλθε στόν ἑαυτό του ἀπό τό κορνάρισμα τοῦ λεωφορείου γιά τήν ἀναχώρησι. Καί μέσα σέ κατάστασι εἰρήνης καί ἄκρας ταπεινώσεως, σηκώθηκε καί μέ δυσκολία εἰσῆλθε στό λεωφορεῖο…
 Καί ἡ ἀπορία του: “Πῶς ἐγώ, πού εἶμαι «σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία», δέχθηκα ἐπίσκεψι θείας Χάριτος μέ τόση λαμπρότητα, ἀφοῦ τά ἔργα μου, τά λόγια μου καί οἱ σκέψεις μου εἶναι καί λογίζονται «ὡς ράκος ἀποκαθημένης”;»
 Ὅταν ἀνέφερε τό γεγονός στόν Γέροντά του, πῆρε τήν ἑξῆς ἀπάντησι: «Στά τοῦβλα τῆς ψυχῆς σου ἔπεσε κατ᾿ ἄκραν συγκατάβασιν μιά ἀκτῖνα θεϊκοῦ Φωτός, γιά νά τήν ξεβρωμίση λίγο. Παρά ταῦτα, τοῦβλο εἶσαι… καί τοῦβλο παραμένεις…»
 (Ἡ ἀπάντησις τοῦ Πνευματικοῦ εἶχε σκοπό νά φυλάξη τήν ψυχή του ἀπό τήν οἴησι, τήν ὑπερηφάνεια, τόν ἐγωϊσμό καί τήν κενοδοξία. (Προσωπικές σημειώσεις)).
 Αὐτό τό βίωμα τοῦ ἀνωνύμου χριστιανοῦ ἦτο μιά ἀπό τίς ἄπειρες δωρεές τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα Του, πού ἠγωνίζετο καθημερινά καί μέ πολύ φιλότιμο νά λέγη τήν Εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», τηρῶντας κατά δύναμιν τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί συμμετέχοντας μέ πολλή ταπείνωσι στά πανάγια σωστικά Μυστήρια.
 Οἱ μεγάλες δωρεές καί τά πλούσια καί πολλαπλᾶ χαρίσματα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, χωρίς πλάνη, ἔρχονται κατ᾿ ἐξοχήν διά μέσου τῆς Νοερᾶς προσευχῆς.
 Ὅταν ὁ νοῦς μαζί μέ τήν Εὐχή εἰσέρχεται, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι στό βάθος τῆς καρδιᾶς, στό ἀπύθμενο πνευματικό βάθος τῆς ψυχῆς μας, ἐκεῖ συναντᾶ τήν ἄνωθεν εἰρήνη, τήν «”ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. Δ΄: 7). Ἐκεῖ ὁ νοῦς μας συναντᾶ τόν θεῖο Σαββατισμό, τήν ἀπόλυτη ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΗΣΥΧΙΑ, Διότι:
  • ἐκεῖ εὐωδία πνευματική,
  • ἐκεῖ θεία μακαριότης,
  • ἐκεῖ ἡ πάλλευκος αὐγή,
  • ἐκεῖ τό ἀπρόσιτον κάλλος,
  • ἐκεῖ ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων,
  • ἐκεῖ ἡ ὑπερουράνιος ἀγαλλίασις,
  • ἐκεῖ τό ἐράσμιον καί ἄκτιστον Φῶς,
  • ἐκεῖ ἡ πνευματική αἴσθησις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Ἔτσι, ἐκτός τῆς προφορικῆς Εὐχῆς, ὑπάρχει καί ἡ πνευματική προσευχή μέ τήν νοερά ἐνέργειά της, ὅπου ὁ χριστιανός, ὁ ἀφοσιωμένος στήν εὐχούλα, κάθεται σ᾿ ἕνα σκαμνί ἤ στέκεται ὄρθιος καί σκύβει τό κεφάλι ἀριστερά, πρός τό μέρος τοῦ στήθους, κι ἀρχίζει νά λέγη τήν Εὐχή,
  • ἀμετεώριστα,
  • ἀφάνταστα,
  • ἀνεικόνιστα,
  • ἀνείδεα – ἀνίδεα,
  • ἀσχημάτιστα,
  • ἄμορφα
  • μέ βία πολλή,
  • μέ πόνο σωματικό
καί λίγο μέ τήν βοήθεια τῆς ἀναπνοῆς (εἰσπνοή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ἐκπνοή: «ἐλέησόν με»).
Αὐτή ἡ ἐργασία τῆς Νοερᾶς προσευχῆς γίνεται μέσα στήν νύχτα καί σέ ἀπόλυτη ἡσυχία, μέ τά μάτια κλειστά καί τό νοῦ βυθισμένο στήν καρδιά, ἐνῶ συγχρόνως ὁ ἐνδιάθετος λόγος συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Καί προσοχή: Πάντοτε σέ συγκεκριμένη ὥρα τῆς νυκτός, βυθισμένος ὁ “εὐχόμενος” στό ἀπόλυτο σκοτάδι καί στήν ἀπόλυτη ἡσυχία. Κατ᾿ ἀρχάς, κάνοντας ἕνα τέτερτο τήν Εὐχή πού, ὕστερα ἀπό λίγο χρόνο, θά γίνη μισή ὥρα καί κατόπιν μία ὥρα ἤ καί περισσότερο, σύμφωνα πάντα μέ τίς δυνάμεις μας καίμέ τίς ὁδηγίες τοῦ ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ καί Πνευματικοῦ. Ἔτσι, πότε καθιστοί σ᾿ ἕνα σκαμνάκι καί πότε-πότε ὄρθιοι, γιά νά μή μᾶς πιάση ὁ ὕπνος, θά λέμε τήν Εὐχούλα, βυθίζοντας τόν νοῦ μας μαζί μέ τήν Εὐχή καί μέ ὄλη μας τήν ἀγαπητική διάθεσι καί προαίρεσι ΜΕΣΑ στήν ΚΑΡΔΙΑ.
Γιά νά εἶναι ἀποτελεσματική ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς, πρέπει νά προηγοῦνται, κατά τούς Νηπτικούς Πατέρας, τά ἑξῆς: (πού συστήνονται καί ἀπό τόν ὅσιο Γέροντα Ἰωσήφ τό Ἡσυχαστή ἀλλά καί τόν δικό μου Γέροντα):
  • Ἰερές σκέψεις γιά τό Πάθος καί τήν Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου.
  • Σκέψεις γιά τόν θάνατό μας, ἄν ἔλθη ἐκεῖνο τό βράδυ…, καί πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τά ἐναέρια τελώνια τῶν δαιμόνων, πού θά διεκδικοῦν τήν ψυχή μας ἤ πῶς θά βρεθοῦμε μπροστά στό φοβερό κριτήριο τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Δευτέρα Αὐτοῦ παρουσία καί τί θά κληρονομήσουμε; τόν παράδεισο ἤ τήν κόλασι;
  • Σκέψεις γιά τήν ζωή τῶν Ἁγίων στόν παράδεισο καί τήν διακονία τῶν Ἀγγέλων γύρω ἀπό τόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
  • Καί ἰδιαίτερες σκέψεις γιά τήν προσωπική μας σωτηρία, τήν μετάνοια μας καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰωσήφ, ὡς γνήσιος ἡσυχαστής καί μιμητής τοῦ Ἀββᾶ Ἀρσενίου τοῦ Μεγάλου καί τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, καλλιεργοῦσε πάρα πολύ τά δάκρυα στήν προσευχή καί στήν ἀγρυπνία του. Ὅταν ὁ νοῦς πενθῆ, ἔλεγε, φωτίζεται καί δέχεται ἀπό τόν Θεόν ἀπερίγραπτη παράκλησι καί παραμυθία, σύμφωνα μέ τόν μακαρισμό: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅ τι αὐτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε΄: 4). Ἕνα πρᾶγμα πίστευε κι ἦτο πρᾶξις γι᾿ αὐτόν: Ὅτι σέ κάθε ἐνθύμησι τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν τρέχουν ἀπό τά μάτια μας δάκρυα, αὐτό σημαίνει ὅτι ὑποβόσκει μέσα ἡ ἄγνοια, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ σκληρότης τῆς καρδιᾶς.
Ὅταν ὁ νοῦς εἶναι καθαρός καί ἀμόλυντος καί ὡς καθαρός καί ἀμόλυντος ἑνωθῆ, ἐν Χριστῷ, μέ τήν καρδιά, εὐθύς ἀμέσως ἀποδιώκεται κάθε πνευματικό σκοτάδι, πού κυριεύει καί βασανίζει τήν ψυχή μας καί τόν νοῦ. Ἐλευθερώνεται ἡ ψυχή ἀπό τήν τυραννία τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ διαβόλου. Ὄλος ὁ ἄνθρωπος ψυχοσωματικά ἀλλοιώνεται ἀπό τή γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ νοῦς καθαρίζεται καί γίνεται ὅλος ΦΩΣ. Οἱ αἰσθήσεις ἀποκτοῦν ἀπόλυτη εἰρήνη καί ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό ἀνεκλάλητη χαρά.
 Ἡ κεχαριτωμένη του συμβουλή πρός ὅλους, μοναχούς καί λαϊκούς, ἦτο ἡ ἑξῆς: Ὅποιος θέλει, ἄς δοκιμάση. Νά δοκιμάση νά λέγη τήν Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἕστω καί προφορικά. Κι ὅταν χρονίση ἡ ἐνέργεια τῆς Εὐχῆς, τότε μέσα του θά ζήση τόν παράδεισο! Θά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά πάθη. Θά γίνη ἄλλος ἄνθρωπος, ἕστω κι ἄν εἶναι χριστιανός πού ἀγωνίζεται μέσα στόν κόσμο. Ἡ δοκιμή ὅμως θά γίνεται πάντα μέ τίς ὁδηγίες ὁδηγοῦ ἀπλανοῦς, καθαροῦ καί φωτισμένου.
 Ἀνάλογα λοιπόν μέ τόν κόπο του ὁ χριστιανός καί τήν καθαρότητα πού θά ἔχη καί τήν ταπείνωσι πού θά καλλιεργῆ, θά γευθῆ πολύτιμους καρπούς ἀπό τήν κατά δύναμι Νοερά Καρδιακή προσευχή.
Ἄν πάλι αὐτός ὁ ἐργάτης τῆς Καρδιακῆς προσευχῆς ζῆ στήν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής, ὦ!, τότε δέν περιγράφονται τά οὐράνια χαρίσματα τῆς Εὐχῆς.
  Κατά τήν Ἁγία Γραφή νοῦς καί καρδιά ταυτίζονται. Ὁ νοῦς ὅμως εἶναι συγχρόνως καί τό μάτι τῆς ψυχῆς μας. Κι ὅταν τό μάτι εἶναι καθαρό, τότε ὄλος ὁ ἄνθρωπος εἶναι φωτεινός, ἁγιασμένος, κεχαριτωμένος. Ὁ νοῦς ἀκόμα εἶναι ὁ καθρέπτης τῆς ψυχῆς. Κι ὅταν ὁ καθρέπτης εἶναι καθαρός καί φωτεινός, τότε μέ πολλή φυσικότητα μπορεῖ καί ἀντικατοπτρίζεται μέσα σ᾿ αὐτόν τό ἄκτιστο δεσποτικό Φῶς τῆς τρισηλίου Θεότητος. Τί φωτίζει; τόν ὅλο ἄνθρωπο, μέσα κι᾿ ἔξω! Φωτίζει τόν νοῦ, τόν λόγο, τό πνεῦμα, τίς νοερές ἐνέργειες τῆς ψυχῆς, τίς αἰσθήσεις, τίς ἐπιθυμίες, τίς διαθέσεις, ἀκόμη καί τίς φυσικές ἁπλές κινήσεις τῶν ἁγιασμένων Γεροντάδων…
 Πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ὅταν ζοῦσε ἀκόμη ἡ Γερόντισσα Μακρίνα τῆς Πορταριᾶς, μοῦ διηγήθηκε τήν ἑξῆς ἀξιοθαύμαστη ἐμπειρία της, πού τῆς συνέβη στά μαῦρα χρόνια τῆς Κατοχῆς, τότε πού ὑπῆρξε ἡ μεγάλη πεῖνα, ἡ γύμνια καί ἡ παντελής φτώχεια.
 Ἦτο ἀκόμη λαϊκή τήν ἐπόχή ἐκείνη, καί λόγῳ τῆς μεγάλης στερήσεως πού ὑπῆρχε σέ τρόφιμα, μόλις καί μετά βίας ἐξοικονομοῦσε μιά φετοῦλα ψωμάκι γιά ὅλη τήν ἡμέρα! Τίποτε ἄλλο!
 Ἔτσι, ἔφθασε καί ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Τό δέ Μεγάλο Σάββατο ἡ κατάστασίς της ἦτο δραματική. Τό βράδυ πῆγε στήν ἐκκλησία καί κάθησε σέ μιά γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι, λέγοντας τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
 Ὅλοι οἱ χριστιανοί, πού ἄρχισαν νά καταφθάνουν στήν ἐκκλησία, κρατοῦσαν καί ἀπό ἕνα κερί. Ἄλλος μικρό καί ἄλλς μεγάλο. Καί στό «Δεῦτε λάβετε φῶς…» ἐκείνη δέν πῆγε νά πάρη φῶς, γιατί δέν εἶχε οὔτε τό πιό μικρό κεράκι.
  • Ἐσύ, Χριστέ μου, ἔλεγε μέσα της, ἀποφάσισες νά μήν κρατάω οὔτε μιά λαμπαδίτσα… Νά ᾿ ναι εὐλογημένο!
Καί μέσα στήν προσευχή της ἐξέφραζε τήν ἀγωνία της καί κάποια μικρά παράπονα στόν Χριστό γιά τίς στερήσεις, τήν πεῖνα πού τήν θέριζε, γιά τήν λαμπάδα πού δέν εἶχε, ἐνῶ συγχρόνως μέ δάκρυα στά μάτια ἔλεγε συνεχῶς τήν ΕΥΧΗ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί τό «νά ᾿ ναι εὐλογημένο».
Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε εἰπωθῆ τό «Χριστός ἀνέστη» καί ἄρχισε ἡ ἀναστάσιμη ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Στή μέση τῆς ἀκολουθίας λιποθύμησε ἀπό τήν ἐξάντλησι ἐξ αἰτίας τῆς πείνας τόσων ἡμερῶν, χωρίς νά γίνη ἀντιληπτή ἀπό τούς γύρω χριστιανούς.
Συνῆλθε στό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Θείας Πασχαλινῆς Λειτουργίας: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος…» (Ἰωάν. Α΄: 1). Τότε λές καί ἄκουγε ἀπό τό στόμα τοῦ Λειτουργοῦ ἱερέως καί Πνευματικοῦ της χίλια οὐράνια ραδιόφωνα νά διαλαλοῦν αὐτή τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πού εἶναι καί ὁ θρίαμβός της.
Αὐτά τά λόγια χαράχθηκαν βαθειά μέσα στήν ψυχή της, τήν κατέλαβαν ὁλόκληρη ψυχοσωματικά, καί τῆς δημιούργησαν ἕναν πρωτόγνωρο ἀξιοθαύμαστο χορτασμό,
ΚΑΙ στήν καρδιά.
ΚΑΙ στίς αἰσθήσεις.
ΚΑΙ στό σῶμα,
πού ἀδυνατοῦσε νά τόν περιγράψη μέ λόγια. Ἦτο χορτάτη καί στήν ψυχή καί στό σῶμα! Χορτάτη!!!
ἀργότερα τῆς ἦρθε ὁ λογισμός καί ἡ ἐσωτερική πληροφορία ὅτι οἱ Πατέρες τῆς “ἐρήμου” καί οἱ μεγάλοι ἀναχωρητές, αὐτόν τόν ὑπερχορτασμό ἠσθάνοντο καί ἐβίωναν, γι᾿ αὐτό καί δέν ἔτρωγαν καί δέν ἐγεύοντο γιά ἀρκετό καιρό τίποτε.
 Καί ἄρχισε νά αἰσθάνεται πληρότητα στήν ψυχή της, μέ ταυτόχρονο ὑπερουράνιο χορτασμό, κατά τήν ὁμολογία της, μέ ὑπερκόσμια εὐωδία καί ἄρρητη γεῦσι. (Σάν νά εἶχε γευθεῖ τά γλυκύτερα μέλια καί ὅλα τά γλυκά τούτου τοῦ κόσμου).
Ἡ ἀκατάπαυστη αὐτή οὐράνια γλυκύτητα καί ὁ πνευματικός αὐτός χορτασμός αἰσθάνθηκε νά καταπλημμυρίζουν ὅλα τά κύτταρα τοῦ σώματός της καί ὅλες οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς της νά πληροῦνται ἀπό οὐράνιο πλοῦτο.
Ἡ καρδιά της νόμιζε ὅτι θά σπάση ἀπό τήν πολλή εὐτυχία πού ἀπολάμβανε, διότι, ἔνῶ ἐκείνη δοξολογοῦσε τόν Θεό μέ τήν διπλῆ Εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», ταυτόχρονα μέσα στήν καρδιά της ἔψαλλε ὄχι μόνο μέ τό πλῆθος τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί μαζί μέ πλῆθος χορῶν ἁγίων Ἀγγέλων τό «Χριστός ἀνέστη».
Γι᾿ αὐτό, μετά τήν Θεία Κοινωνία της καί πρίν τελειώσει ἡ Ἀναστάσιμη Θεία Λειτουργία, ἔφυγε ἀμέσως πολύ γρήγορα γιά τό σπίτι της, γιά νά μή χάση αὐτό τό οὐράνιο μεγαλεῖο, πού βίωνε ψυχοσωματικά μέ τόση μεγαλοπρέπεια.
Καί ᾿ κεῖ δέν ἤθελε νά φάη αὐτό, πού τόσο πτωχά εἶχε ἑτοιμάσει ἡ ἐξαδέλφη της… Τίποτε, μά τίποτε, οὔτε μιά σταγόνα νερό δέν ἤθελε. Καί μοῦ ἔλεγε:
  • Πάτερ Στέφανε, τά χείλη μου δέν μποροῦσαν νά ἐξιχνιάσουν τήν οὐράνια γεῦσι πού ἠσθάνοντο, καί ἦτο -πῶς νά τό πῶ; – σάν νά ἐγεύοντο χίλια μέλια θείας Χάριτος!
(Τούς σκληρούς ἀγῶνες, πού ἔκανε ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα Μακρίνα, ὅταν ἦτο ἀκόμη στόν κόσμο ὡς λαϊκή, ἐμεῖς σήμερα ὄχι μόνον δέν μποροῦμε νά τούς φθάσουμε, ἀλλά οὔτε κἄν νά τούς καταλάβουμε μέ τό κοσμικό μυαλό, πού ἔχουμε…, σέ ἀντίθεσι μέ τίς δικές μας σημερινές προσπάθειες, πού εἶναι τελείως ἀναιμικές, ἀδύνατες, χλιαρές καί νερόβραστες. (Προσωπικές σημειώσεις)
Ἔτσι, ἐκείνους πού ἐντρυφοῦν στήν Καρδιακή προσευχή, μέ τήν ἐπίβλεψι ἀπλανοῦς ὁδηγοῦ, ὄχι μόνο μοναχούς καί ἡσυχαστές, ἀλλά καί ἀγωνιζομένους πιστούς χριστιανούς, ἡ θεία Χάρις αὐτή καθ᾿ ἑαυτή τούς ἀναβιβάζει στήν τελείωσι, στόν θρόνον τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ! Εἶναι πλέον οἱ πρέσβευταί ἐκεῖνοι, πού δυσωποῦν τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό γιά τίς ἁμαρτίες ὅλων μας!
Ὅταν ὁ νοῦς ἁρπάξη τήν Εὐχή, τήν ἐγκλωβίση μέσα του καί τήν κατεβάση στά βάθη τῆς καρδιᾶς τοῦ “εὐχομένου” νοερῶς, τότε ἡ ψυχή ἀνέρχεται στά δυσθεώρητα ὕψη τοῦ ὑπερνοητοῦ οὐρανοῦ τῶν Οὐρανῶν, στήν Πόλι τοῦ Θεοῦ τήν ἁγία καί νοερῶς “ὁρᾶ καί ἅπτεται” ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, «δι᾿ ἐσόπτρου» καί «ἐν αἰνίγματι»(Α΄ Κορ. ιγ΄: 12), τά ἀγαθά τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ, τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ «ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλ. Γ΄: 20). Ἐπειδή ὅμως προσφέρονται λόγοι θείας καί ὑψηλῆς πνευματικῆς ἐργασίας γιά τήν Νοερά προσευχή, αἰσθανόμεθα τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβουμε τούς λόγους τοῦ Θεοφάνους τοῦ Μοναχοῦ, πού μᾶς ἐκφράζουν σέ ἀπόλυτο βαθμό: «Μή νομίσης ὡς διδάσκων ταῦτα λέγω, ἀλλ᾿ ἵν᾿ ἐμαυτόν στηλιτεύσω ἐν τούτοις, ὁρῶν ἔπαθλα τῶν ἀγωνιζομένων καί τήν ἐμαυτοῦ ἀκαρπίαν ἐκ πάντων».(Θεοφάνους Μοναχοῦ, Κλίμακα χαρίτων, Φιλοκαλία.. τ. Γ΄, σελ. 62).
 Τῷ Θεῷ πρέπει δόξα τώρα καί πάντοτε καί
στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!

 Ἀπότόβιβλίο:«Ἡ«Εὐχήμέσαστόνκόσμο«
Πρωτ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστόπουλου

Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τά λέει ὅλα Γέροντος Πορφυρίου

 

  ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄.  Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Γέροντος Πορφυρίου

  Το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» τα λέει όλα
 Τον παρακάλεσα μία ημέρα να μου υποδείξει ένα τρόπο προσευχής και, εάν ήταν δυνατόν, να μου εμπιστευθεί το δικό του τρόπο προσευχής. Και η απάντηση ήταν άμεση και ..πληρωμένη.
-         Και τι την πέρασες την προσευχή, για φαγητό που προσφέρεται κατά παραγγελιών ή φάρμακο που χορηγείται με συνταγή; Εγώ σου έχω πει να ζητάς μόνο τη σωτηρία της ψυχής .Να ζητάς δηλαδή να καταστείς κληρονόμος της αιωνίου Βασιλείας των Ουρανών. Και όλα τ’ άλλα να τ’ αφήνεις στην κρίση του Θεού . Σου υπενθυμίζω , για μία ακόμη φορά, το «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν των Ουρανών». Αυτό δεν σου αρκεί;Εάν δε σου αρκεί ; Εάν δεν σου αρκεί αυτό ή δε σε ικανοποιεί απόλυτα περιορίσου στη νοερά προσευχή. Για μένα το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» τα λέει όλα. Και οπωσδήποτε περισσότερα από αυτά που λες εσύ. Αρκεί να το λες με πίστη και αφοσίωση. Και μάλιστα την ώρα εκείνη να φαντάζεσαι ότι έχεις μπροστά σου τον εσταυρωμένο Ιησού . Και άκου. Την ώρα που θα το λες, θα στρέψεις το νου σου εδώ, προς εμένα. Και εγώ θα συλλαμβάνω τη σκέψη σου και θα προσεύχομαι μαζί σου για σένα. Αυτό είναι το καλύτερο. Και αυτό σου συνιστώ να κάνεις.
-         – Ναι, παππούλη μου, αλλά δεν το λέτε σωστά.
-         Εγώ σωστά το λέω. Εσύ το εννοείς λανθασμένα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ξεχωρίζεις τον εαυτό σου από τον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό δεν  είναι καθόλου σωστό. Όπως αγαπάμε τον εαυτό μας, έτσι πρέπει να αγαπάμε και τον πλησίον μας. Εγώ αγαπώ όλον τον κόσμο σαν τον εαυτό μου. Γι’  αυτό δε βλέπω τον λόγο γιατί να λέω: Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησόν μας και όχι ελέησόν με. Αφού εγώ και ο κόσμος είμαστε ένα και το αυτό! Έτσι θα το λες και εσύ: Ελέησόν με.

Πηγή: Θεολογία και Θαύματα
της Νοεράς Προσευχής
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ
ΠΑΥΛΟΥ Κ. ΝΤΑΝΑ
ΙΕΡΟΚΥΡΗΚΟΣ

Εκδόσεις «Άθως» 
http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr/2014/07/blog-post_4340.html

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Το μακάριο κάλλος στη λεβέντικη ύπαρξη του Γέρ. Ιωσήφ του Ησυχαστή

Στο Γέροντα Ιωσήφ, πυρωμένη εκ του μακαρίου κάλλους λεβέντικη ύπαρξη, αλλά και σε πατέρες της ακολουθίας του, το κάλλος κοινωνείται άλλοτε άμεσα δια των αισθήσεων, άλλοτε δε δια θεωρίας, ονείρου ή οπτασίας. Μεταλαμπαδεύεται εν συνεχεία σε κάθε δεκτική αυτού του κάλλους ύπαρξη.  Περιγράφει ο ίδιος ο Γέροντας πως άνοιξε η στέγη και κατέβηκε στο κελλάκι του Άγγελος Κυρίου: «Έ μόλις που μπορούσα να τον ιδώ, με την όψι του ως αστραπή που ήταν. Έβαλε μέσα εις τον κόρφον του και έβγαλε ένα όμορφο κουτάκι, στρογγυλό, φωτεινό, όλο άπλετο Φως ήταν, το Φως του άλλου κόσμου. Τότε ο Άγγελος άνοιξε το  κουτάκι και με προσοχή και μου ένευσε να ετοιμασθώ και πήρε από μέσα μια μερίδα Άρτου  με τη λαβίδα. Ευρισκόμενος υπό την επήρεια του πνευματικού αυτού φαινομένου και του μυστηρίου της Χάριτος της οπτασίας κατάλαβα αθέλητα και χωρίς να σκεφθώ – διότι σ’ αυτές τις στιγμές ο άνθρωπος παύει να σκέφτεται και να αισθάνεται κατά το σύνηθες- έκαμα αυτό που ο θεός μου έλεγε να κάνω: άνοιξα το στόμα μου και με κοινώνησε…..»(ό.π.α.,114 κ.εξ).
levypgihs1
Με την αστραπή (της θεότητος) και το φως του «άλλου κόσμου»(Άγγελος), δηλαδή με δύο εκφάνσεις  του ακτίστου κάλλους, αγγέλλεται  η Θεία Ευχαριστία. Ο Γέροντας ομολογούσε  ότι για μια εβδομάδα δεν ένοιωθε την ανάγκη για φαγητό  και νερό και ότι «έπαυσε κάθε λειτουργία»  του σώματός του(ό.π.α.). Πυρετώδες  συναντησιακό γεγονός, αφού ο Γέροντας δεν παραμένει διαχειριστής των ζωτικών βιολογικών καταβολών του. Γνωρίζει  πολύ καλά ότι πρέπει να ζήσει με το φαεσφόρο κάλλος της Ευχαριστίας, τουτέστι έχει το ελεύθερο να βγει στον ορίζοντα που χωρίζει άκτιστο-κτιστό, στο μακάριο κάλλος. Βιώνοντας το κάλλος αυτό χάνεις την αίσθηση και το μέτρο του χρόνου, μάλλον βγαίνεις εκτός χρόνου. Ούτως ή άλλως, τόσο η χριστιανική παράδοση, με το γνωστό μέτρημα των χιλίων ετών παρά Κυρίω, όσο και η αρχαία ελληνική ποίηση, μας έχουν προϊδεάσει για μια χρονική συνείδηση, όπου  ακυρώνεται η καθιερωμένη μέτρηση του χρόνου. Για όσους αγνοούν τη δεύτερη, την αρχαία ελληνική ποίηση, παραπέμπουμε στον Πλούταρχο: «τα γαρ χίλια και μυρία κατά Σιμωνίδην έτη στιγμή τις εστίν αόριστος, μάλλον δε μόριόν τι  βραχύτατον στιγμής»(Bowraό.π.α.,278).
Το κάλλος αυτό έχει την άυλο και υπέρλευκη φωτεινότητα του ακτίστου φωτός, δεν ταυτίζεται με το Θεό, ούτε με το Άκτιστο φως, είναι απαύγασμα της Θείας λαμπρότητος, της ευώδους και φωτεινής (έννοιες του γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή), είναι ο αρμός της σύγκρασης του κτιστού με το Άκτιστο, που λαβαίνει χώρα  εν αισθήσει πνεύματος. Δεν είναι κάτι τρίτο μεταξύ κτιστού -ακτίστου φωτός, αλλά ο τρόπος και ο τύπος της σύγκρασής τους. Με την Νοερά προσευχή, σημειώνει ο π.Εφραίμ, μπορούσαμε να γευθούμε πως είναι ο Θεός, τι ομορφιά έχει(ό.π.α.,300-Του αυτού:2007,509). Η γεύση αυτή δεν ήταν όμως απόρροια κάποιων ιδεών, αλλά επακόλουθο απασφάλισης των κλείθρων των  σωματικών αισθήσεων. Από πουθενά δεν φαίνεται ότι μέμφεται τους τότε μονάζοντες που συνάντησε στο Άγιο Όρος, ή ότι δεν διαλέγεται μαζί τους από αίσθημα αποστροφής.
Ωστόσο, η προφανής αδυναμία του να προσαρμοσθεί στην  συμβατική αντίληψή τους,  τον αποστασιοποίησε όχι εν τόπω, αλλά εν τρόπω. Δεν είναι δηλαδή τόσο σημαντικό ότι επέλεξε να ζει μακράν των άλλων, αλλά ότι απογείωσε τον τρόπο του ησυχαστικού βίου. Γιατί με την επιλογή του σπηλαιώτη βίου συνεγείρει τον εγκάρδιο νου, τον καθιστά να δεχθεί το εκθαμβωτικό  κάλλος και να το κοινωνήσει στους υποτακτικούς του. Αυτό νομίζω δηλώνει η μαρτυρία του π.Εφραίμ αναφορικά με τη γεύση και την ομορφιά του Θεού  που, ασφαλώς και με τη δική τους συγκατάβαση, τους δόθηκε με την υπακοή στο Γέροντα δώρημα.
Δεν έχει διαβαθμίσεις το άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος, είναι αμέριστο και ανεξάντλητο. Μας είναι αδύνατο να το προσεγγίσουμε στην ολότητά Του. Το προσεγγίζει κάθε  θεόφιλος άνθρωπος, ανάλογα με την παραχώρηση που του γίνεται. Εξ αυτού του λόγου δύναται να προκαλεί διαφορετική αίσθηση και αντίδραση: «νάρκωση γλώσσας» (π.Εφραίμ 2008,435), πύρωση υπαρξιακή, γλυκύτητα, τρομερή αγαλλίαση και έκπληξη, μέχρι και καθήλωση (ό.π.α.,452), λάμψη (ό.π.α.,442) και θαυμασμό, ευωδία άρρητο(ό.π.α.330), ευωδία και ουράνια γλυκύτητα(ό.π.α.,217,432,442 και 454), γλυκύτητα στην καρδιά(ό.π.α.450),αγάπη και φόβο συνάμα(ό.π.α.432),αλλά και έρωτα Θεού(ό.π.α.,387,438 και 456),πνευματική τρυφή, ουράνια χαρά(ό.π.α.458),θεία μακαριότητα(ό.π.α.,452) αίσθηση ασύλληπτης ωραιότητας και ανέκφραστης ευτυχίας, σκίρτημα(ό.π.α.), αναστάσιμο ευφορία(ό.π.α.,447) και ευφορία χάριτος(ό.π.α.,452), απώλεια της χωροχρονικής αίσθησης(ό.π.α.388κ.εξ), κλαυθμό(ό.π.α.354),ευεργετική αλλοίωση(ό.π.α.333), «πάγωμα» των βιολογικών αναγκών, τελεία απορρόφηση μέχρι και εξουθενωτικό αποσυντονισμό από την αντικειμενική πραγματικότητα(σγκρ.Aρχ.Σκρέττα 2007,246).
Περιγράφει ο Γέροντας τα του θείου πυρός της Αγάπης, το οποίο καταφλέγει τον δεκτικό του κάλλους: «Παύσον γλυκεία αγάπη τα ύδατα της Σης Χάριτος, ότι αι αρμονίαι των μελών μου διελύθησαν…. Καταπαύουσιν αι αισθήσεις, μη συγχωρούσης όλως σωματικής ενεργείας. Και όλος αιχμάλωτος, τη σιωπεί αποκλείεται…και μένει ως έκφρων, έκστατικός, ως εξ οίνου και ουδέν άλλο λέγει(ό.π.α.,330). Η φλόγα που εκπέμπει το κάλλος αυτό  πυροδοτεί την αγάπη. Ο ησυχαστής, αγαπά πλέον τα πάντα, τους ανθρώπους, τα ζώα, την κτίση και συμπάσχει μαζί τους, ακράδαντα πεπεισμένος ότι τα πάντα είναι έργα των χειρών Του (Γίλας 2007,355).Κριτήρια αισθητικά δεν υπάρχουν πλέον, υπάρχει μόνο εύφλεκτο υλικό που ζητάει να βρει θεωρούς.

5.3.3.3 Κτίση και άνθρωπος: ευωδιάζον κάλλος Ι – αίσθηση αοράτου και αθανασίας
Στο κεφάλαιο 5.3.2, όπου δώσαμε τον δεύτερο ορισμό του ακτίστου κάλλους  αναφερθήκαμε στο κάλλος του σύμπαντος κόσμου. Επανερχόμαστε τώρα, για να το ξαναδούμε μέσα από το βλέμμα του Γέροντα Ιωσήφ.
Η κτίση στο σύνολό της ανακαινίζεται με τη λάμψη του ακτίστου-μακαρίου κάλλους. Ο φορέας του κάλλους τη «βλέπει με άλλα μάτια».Σε επιστολή του Γέροντα προς πνευματικό του τέκνο βλέπουμε πως από τα «άγρια βράχια»  και το χορταράκι, τα ερπετά και τα πετεινά αποκαλύπτεται μια μυστική θεολογία (Τριανταφυλλόπουλος 2007,741). Τουτέστι, το άκτιστο κάλλος  δεν είναι μετα-φυσικό και δεν φαλκιδεύει, απεναντίας διασώζει και λαμπρύνει την κτίση (Δες και: Αρχ.Γοντικάκης 2003,34).
Η σημερινή πραγματικότητα δικαιολογεί εδώ μια μικρή παρέκβασή μας. Μας διευκολύνει αφάνταστα το άρθρο του Η.Μαγκλίνη (2013,1), γιατί με απλό και κατανοητό τρόπο μας εισάγει σε αυτό που διαχρονικά ονομάζεται «θαύμα» της επιστήμης,  κάθε φορά που γίνεται λόγος για μικρόκοσμο και μεγαλόκοσμο. Εδώ μας ενδιαφέρει ο δεύτερος. Είναι γνωστό τοις πάσιν ότι προ πολλού λειτουργεί ο Μeγάλος Επιταχυντής Αδρονίων του εργαστηρίου σωματιδιακής φυσικής  στη Γενεύη(CERN).Ύλη, αντιύλη, παράλληλα σύμπαντα, ήχος συμπαντικός, ήχοι που ταξιδεύουν  στο χώρο, σε υλικά, ήχος που στο «πρωταρχικό» σύμπαν ταξίδευε στο Διάστημα και ίχνος του είναι η κοσμική ακτινοβολία, λάμψη,  που  έγινε πριν από 13,4  δις. έτη, όταν το σύμπαν πάγωσε και χωρίστηκαν φως και ύλη, ο υπέρ-ήχος του σύμπαντος στη «βρεφική» του ηλικία, όλα, λοιπόν, αυτά τα «παράδοξα» για την συμβατική σκέψη επανεξετάζονται σε αυτό το πρωτόγνωρο πείραμα, που φιλοδοξεί να αποκωδικοποιήσει το «αόρατο»(ό.π.α.). Και το καταπληκτικό είναι ότι «μια ολόκληρη συμφωνία βαρυτικών κυμάτων διατρέχει το σύμπαν, λικνίζοντας άστρα, πλανήτες, σκόνη, έως και τα  ατομικά μας μικροσωματίδια της ύλης  ή της αντιύλης. Πρόκειται για έναν επίμονο χορό απίστευτα  λεπτών αποχρώσεων»(ό.π.α.).

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Η διόραση του Κάλλους από τους χαρισματικούς Γέροντες



Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η επιστήμη μας άνοιξε εδώ και αιώνες έναν δρόμο προς την φύση και την κτίση, που μπορεί να απομύθευσε τον κόσμο, να απογοήτευσε ρομαντικούς, που είχαν ονειρευθεί μια «βόλτα στο φεγγάρι» και να τροφοδότησε επιχειρήματα του λεγόμενου αθεϊσμού. Παραπληρωματικά στην επιστήμη κινήθηκε η ποίηση, με κορυφαία εκείνη του Ελύτη, ο οποίος μας έδωσε ένα καταπληκτικό δείγμα  γραφής, κυρίως χάρη στα πεζά του, για τον τρόπο ανάγνωσης της φύσης και του κόσμου εκτός των τειχών του νατουραλισμού. Έτσι σήμερα, χάρη στην επιστήμη και στην πίστη, βρισκόμαστε ενώπιος ενωπίω με μια  αυταπόδεικτη αλήθεια: ο κόσμος και η κτίση  δεν απομαγεύτηκαν, απλώς άλλαξαν βλέμμα, πολύ φυσιολογικό αυτό, οι επιστήμες και οι ποιητές. Και μας δείχνουν το μη εξαντλήσιμο με ανθρώπινα μέτρα και σταθμά αμήχανο κάλλος της κτίσης.
Το ίδιο κάλλος θεάζονται και οι άγιοι, οι χαριτωμένοι Γέροντες, οι ησυχαστές, μέσα από το δικό τους βλέμμα, με μια ουσιώδη διαφορά, ότι δεν μαθήτευσαν  πουθενά. Aυτό το βλέμμα των ησυχαστών παραμένει, όπως είναι γνωστό, μωρία για πολλούς επιστήμονες και  ποιητές. Επιστήμονες στιβαροί, ποιητές και Γέροντες ένα και το αυτό κάλλος διηγούνται, το άκτιστο αμήχανο κάλλος της κτίσης. Δεν είναι δε συμπτωματικό, ότι στην τέχνη συνολικά, όχι μόνο στην ποίηση, συνηχείται και ένα θρησκευτικό στοιχείο(Gadamer 2000,147). Αυτό είδαμε εξάλλου ανωτέρω στον Πλάτωνα.
Πηγή:writing.wikinut.com
Πηγή:writing.wikinut.com
Οι Γέροντες, πίσω από κάθε ρεμβασμό και κάθε εν γένει νατουραλιστική θεάση, πίσω από το φυσικό τοπίο και τα έμβια όντα, εντοπίζουν το όντως αόρατο υπαρκτό. Γι’ αυτό το λόγο όχι μόνο δεν είναι αφελείς νατουραλιστές, αλλά απεναντίας  με τη διόρασή τους ανατρέπουν τους όρους της φυσικής αναγκαιότητας, κάτι που αναμφίβολα και  τους  καλλιτέχνες  προκαλεί δημιουργικά – το μέγα πάθος της ελευθερίας τους σαγηνεύει- και το εξέφρασαν κατά καιρούς. Αλλά ο ησυχαστής το  ζει με συγκεκριμένο τύπο και τρόπο βίου, δεν το εικονίζει π.χ. σε έναν εξαίσιο πίνακα ζωγραφικής. Αυτό το οράν της διόρασης βρίσκεται εκτός των όρων της πλατωνικής ιδέας του αγαθού, αλλά και του απολύτου πνεύματος(Hegel). Εξάλλου, διαφέρει πλήρως η πατερική άποψη περί ωραίου από την φιλοσοφική.
Η πάγια  άποψη της φιλοσοφίας και της τέχνης ότι το ωραίο  δεν συναρτάται με σκοπό, νόημα και χρήση, δηλαδή ότι λειτουργεί αυτονομημένο – αυτή κι αν έθρεψε το πάθος της αυτοδικαίωσης!-,άλλοτε έθρεψε ένα σωρό φαντασιακά μυθεύματα περί αυτονομίας του ανθρώπου και άλλοτε θέλησε να τον καθηλώσει στην ιστορικότητα. Τελικώς, ενώ φάνηκε ότι άρχισαν να χωρίζουν οι δρόμοι θρησκείας, φιλοσοφίας και τέχνης(ό.π.α.,152),  στην ουσία ποτέ δεν συνέβη αυτό. Διότι, παρά τις αναμφισβήτητες διαφορές τους, π.χ. όσον αφορά την ελευθερία και την αυτοδικαίωση, το άκτιστο αμήχανο κάλλος έρχεται να βεβαιώσει, ότι μπορεί να υπάρξει ωραίο χωρίς αντικείμενο(ας πούμε π.χ. απόλυτη μουσική), το ίδιο όπως μπορεί να υπάρξει για τον ησυχαστή (θα αναφερθούμε διεξοδικά στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο) επιθυμία χωρίς επιθυμητότητα. Εάν όμως το ωραίο χωρίς αντικείμενο στην τέχνη φλερτάρει με μιαν αφόρητη Abstraktion, δεν συμβαίνει το ίδιο με την επιθυμητότητα, αφού εισέρχεται εδώ ανυπερθέτως το πρόσωπο του Άλλου.
Επιστρέφουμε στον Ησυχαστή. Διηγείται ο π.Εφραίμ την εμπειρία του μετά από τη Λειτουργία του Πάσχα μέσα στην ερημιά, όπου τα πάντα μέλπουν το Δημιουργό: «Σηκωνόμουν και πήγαινα στα βραχάκια και τράβαγα κομποσχοίνι. Τι ωραία η ομορφιά της Αναστάσεως! Κτυπούσαν οι καμπάνες των μοναστηριών, του Γρηγορίου, του Διονυσίου, κτυπούσε και του Ρωσικού η γιγάντια καμπάνα. Έπιανε τον ήχο  το κύμα και το έκανε σαν εμβατήριο και ακουγόταν σαν πιάνο και σαν αρμονία, σαν κάτι ουράνιο .Έκανε έναν ωραίο ήχο και μου ερχόταν θεωρία ….Ήταν η αναστάσιμη Χάρις  του Θεού, που πρόσφερε μια ωραιοτάτη πνευματική πανδαισία που δεν περιγράφεται..(ό.π.α.,356).  Σημειώνει δε για τον γέροντά του: «..ευωδίαζε όχι μόνο το σώμα, αλλά κι’ όλος ο τόπος γύρω μας»(ό.π.α.,306).
Και αλλού  μας λέγει: «Κάποτε λοιπόν, εκεί που καθόμασταν έξω και τραβούσαμε κομποσχοινάκι με τον Γέροντα και μου διηγόταν για τους πατέρες που είχε γηροκομήσει και περί προσευχής, ευωδίασε ο τόπος σαν να υπήρχαν κρίνα και τριαντάφυλλα, ενώ ήταν ξεραϊλα΄ εμείς άλλο από πουρνάρια δεν είχαμε .Μύριζα εγώ και μου λέει: – Τι κάνεις έτσι; -Γέροντα, κρίνα και τριαντάφυλλα μυρίζει! – Βρε μπούφο, δεν πας λίγο πιο πέρα; Πήγαινε στην πόρτα; …..μπήκα στο κελλάκι του, ευωδίαζε όλο. Ευωδίαζαν τα πάντα, ακόμη και τα γένια και τα ρούχα του»(αρχ.Εφραίμ 2007,508 κ.εξ.). Απλά λόγια, «χαϊδευτικά»(!), σου αρέσει να τα «ακούς» από αυτό τον Γέροντα, μια νήφουσα ύπαρξη, που κουβαλάει στο αίμα της την μοναδική συνθήκη της αθανασίας, την αναπελάργηση: «κι όμως εκεί, λίγο ψηλότερα από το καμπαναριό, αλλάζει η ζωή σου»(Σεφέρης, Piazza San Nikolo).
Αλλά και εκείνη η ομορφιά που είχαν τα μήλα-δώρο της Παναγίας  στο εκκλησάκι  της Μεταμορφώσεως; Πόσο στενά συνυφασμένα είναι τα μήλα τόσο στην αρχαία ελληνική, όσο και στην νεοελληνική λαϊκή μας παράδοση με την αγάπη! Τι εύρημα κι αυτό! Ήταν ροδοκόκκινα με φρέσκα φυλλαράκια, σαν να τα έκοψε κάποιος εκείνη την ώρα(ό.π.α.,153).Ποιος γίγαντας της διάνοιας Πλάτων, ποιος νατουραλιστής, ποιος καλλιτέχνης θα τα υποκαταστήσει; Ποιος κριτικός τέχνης  θα μας μιλήσει για την τεχνοτροπία τους; Ποια αισθητικά κριτήρια βεβαιώνουν την ωραιότητά τους εν προκειμένω; Είναι απλή διέγερση αισθητική της συνείδησης των δύο  ησυχαστών, ή είναι κάτι άλλο; Ναι, δεν είναι εμπειρία αισθητική, δεν είναι κάποιο ωραίο «έργο τέχνης» μεγαλοφυούς καλλιτέχνη, που αναμένει την εκτίμηση του ειδικού κριτικού της τέχνης. Δεν είναι της φύσης προϊόν, που αναμένει την εκτίμηση του ειδήμονα γεωπόνου για να ερμηνευθεί.
Είναι  το θαύμα του ακτίστου κάλλους που φανερώνει μια δυνατότητα:  δεν αισθητοποιεί απλώς το συγκεκριμένο εύρημα, δεν το καθιστά δηλαδή καλλιτέχνημα που προϋποθέτει την ευαισθησία μας, για να συλλάβουμε το μήνυμά του, αλλά ούτε διατροφικό υλικό που θα αξιολογηθεί σύμφωνα με την επιτηδειότητα του επιστήμονα, με απώτερο σκοπό την χρήση του. Είναι μετατροπή της αίσθησης του ωραίου σε αίσθηση αθανασίας.

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Αθάνατο κάλλος: Η εμπειρία της γλυκύτητας του Παραδείσου



Λέγει επίσης ο π. Εφραίμ για κάποιον αδελφό, που  ζητούσε να πληροφορηθεί περί φύσεως των όντων και γλυκύτητας Παραδείσου και προσευχόταν: «… ξαφνικά  ήλθε σε έκσταση και αφού καταργήθηκαν για λίγο οι σωματικές του αισθήσεις ανοίχτηκαν τα μάτια της ψυχής του, αισθανόμενος την γλώσσα της δοξολογίας της κτίσεως προς τον Κτίστη, αλλά και με τα σωματικά του μάτια έβλεπε πολύ διαφορετικά, πολύ φωτεινά…Όλα όσα έβλεπε και άκουε ήταν κάτι  το ξένο.. το υπερφυσικό. Τα πουλάκια να κελαηδούν, τα δένδρα με τα άνθη και την ευωδία τους, ο ήλιος, η λαμπερή μέρα, τα πάντα μιλούσαν για τη δόξα του Θεού.. «πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον»..τόσο το ζωικό, όσο και το φυτικό βασίλειο μιλούσαν για τη δόξα, την μεγαλοσύνη, την ομορφιά και το κάλλος της Τριαδικής Θεότητος… Τα μάτια του έτρεχαν διαρκώς δάκρυα, όχι για τις αμαρτίες του, αλλά για την ομορφιά του Θεού. Πως μπορούσε η καρδιά να αντέξει αυτή την αποκάλυψη του θεϊκού κάλλους;(ό.π.α.288 κ.εξ).Πρόκειται για μια «ακοή» που βλέπει και  για ένα βλέμμα που ακούει. Ακοή και βλέμμα που συλλαμβάνουν το κάλλος και την αρμονία της κτίσης, «ενώπ(τ)ια παμφανόωντα»(Όμηρος) από μια κτίση γεμάτη άκτιστο-μακάριο κάλλος «αρμονίη αφανής,φανερής κρείτων»(Ηράκλειτος) (Πολίτη 1993,68).
glykythsparadeisou2
Η αποκάλυψη του ακτίστου-μακαρίου-αθανάτου κάλλους γίνεται συχνά δια της ανεκφράστου μετάβασης- αρπαγής- από την κτίση στα υπέρ αυτής. Χαρακτηριστική είναι η διήγηση του Γέροντα Ιωσήφ, όταν πολεμούμενος από σαρκικά πάθη, πήγαινε να συναντήσει τον Πνευματικό του: «Εστάθην ολίγον μακράν απεπάνω σε ένα βραχάκι……..Και καθήμενος και ευχόμενος νοερώς ήκουσα μιαν γλυκείαν φωνήν, όπου εκελαϊδούσε ένα πουλί. Θα ήτον ώρα τέσσαρες  της νυκτός. Και ηρπάγη ο νους μου εις φωνήν…όπου ερευνώντας εισήλθον εις ένα ωραίον λιβάδι. Και προχωρών ήτον χιονόλευκος δρόμος με αδαμάντινα και κρυστάλλινα τείχη. Μέσον δε από τα τείχη ήτον άνθη πολυποίκιλα και χρυσόχρωμα όπου ο νους μου αλησμόνησε το πουλί και όλος ηχμαλωτίσθη εις την θεωρίαν του παραδείσου εκείνου. Και προχωρών ήτον ένα παλάτι υψηλόν και θαυμάσιον, εκπλήττον νουν και διάνοιαν ό.π.α.,43).
Και προς τι όλα αυτά; «Και εις την θύραν ίστατο η Παναγία μας βαστάζουσα  ως βρέφος τον γλυκύτατον Ιησούν εις την αγκάλην της. Όλη ωσί χιών κατάλευκος και απαστράπτουσα…»(ό.π.α.).Πρόκειται για κάλλος ενός άλλου κόσμου εκ πρώτης όψεως αφανούς, άρρητων  προδιαγραφών. Με το κελάηδημα πριν τα χαράματα, προσημαίνεται, κυρίως στην αρχαία ελληνική λυρική ποίηση, ερχομός αγαπημένου προσώπου. Αλλά εδώ, στην περίπτωση του Γέροντα, δεν μένει κυρίαρχη κάποια «αίσθηση μαγείας», όπως π.χ. στην ποίηση του Ίβυκου: «τάμος κλυτός όρθρος άυπνος/εγείρησιν αηδόνας» (δηλ. «όταν, σ’ όλη της τη δόξα, η αυγή τερματίζει τον ύπνο και ξυπνά τ’ αηδόνια»)(Bowraό.π.α.,42). Δεν εξαντλούνται  εδώ όλα σε κάποιο νατουραλιστικό-μυθικό δρώμενο. Έχουμε προανάκρουσμα μιας «συνάντησης». Θα βρεθεί ενώπιος ενωπίω ο Γέροντας με το κάλλος της Πλατυτέρας,  ενός κόσμου απροσπέλαστου χωρίς τα διόδια της Χάρης. Υποψίες έχεις μόνο, καθώς αυτό το κάλλος σε  βγάζει εκτός συχνότητας, ότι κινείσαι στην  ποιητική κοπή του νήματος: «και δε ζω και δεν έχω πεθάνει»(Ελύτης, Ετεροθαλή). Αλλού, πάλι, θα διηγηθεί πως προσευχόμενος είδε μια «φωτισμένη ωραία εκκλησία»(ό.π.α.,320).
Οι ποιητές είχαν πάντα γοητευθεί από το κάλλος της κτίσης. Μάλιστα το είδαν συχνά σε συνάρτηση με το αγαθό. Εάν αναγνώσει κανείς Σολωμό (π.χ.Ελεύθερους Πολιορκημένους) και, για την οικονομία των λεγομένων μας, αν αναγνώσει κανείς το στίχο του «το χώμα το γεμάτο καλοσύνη και ομορφιά», θα βγει στον ίδιο ορίζοντα που μας βγάζει ο Ελύτης, όταν μιλάει για ωραίο και ηθικό που υπάρχει στους  νησιώτες(Καψωμένος 2007). Aλλά ο ησυχαστής δεν φαντάζεται, ζει το άκτιστο κάλλος της κτίσης. Καλότυχοι, όσοι διανοούμενοι, ποιητές και καλλιτέχνες δεν το στοχάστηκαν απλώς, αλλά πήραν μια γεύση του. Χωρίς επιφύλαξη θα κατέτασσα σε αυτή την περίπτωση τον Πεντζίκη. Την Πεντηκοστή δεν πήγε στην εκκλησία, αλλά περίπατο στην ακροθαλασσία, γιατί όχι στη «χώρα» των αλιέων-μαθητών! Η κτίση μεταμορφώνεται διαρκώς από την αναγωγική δύναμη του ακτίστου κάλλους προς το Θεό και καθίσταται  «χώρα» μαρτυρίας αυτού του κάλλους.
Και η διαρκής διερώτηση, γιατί ο Θεός επιτρέπει ή ανέχεται το κακό της κτίσης (π.χ. σεισμός), γιατί έφτιαξε τον κόσμο «καλόν λίαν», αλλά όχι και τέλειο, ή μήπως η πτώση των Πρωτοπλάστων συμπαρέσυρε και την κτίση σε πτώση; Κτίση σημαίνει ύλη ατελής, δομημένη με χωροχρονικές συνιστώσες  και φυσική αναγκαιότητα. Όμως αυτό μόνο χωράει στο δικό μας μυαλό. Για τον ησυχαστή η σοφία του Θεού επουδενί δεν επιτρέπει και μιαν οντολογία του κακού. Απαντήσεις πρόχειρες στα ερωτήματα δεν διατυπώνει, εμπιστεύεται την σοφία του Θεού και μένει πιστός στο μυστήριο των επιλογών Του. Προσδοκά την οριστική-έσχατη κυριαρχία του ακτίστου κάλλους, «άλλους όρους αναπνοής»(Ελύθτης).Οπόταν, με λόγια του Συμεώνος του Νέου Θεολόγου: «…και καινόν αναλήψεται κάλλος και χλόης είδος αμάραντον».
5.3.3.4  …το είδον εμπράκτως: ευωδιάζον κάλλος ΙΙ-μυροθήκη αναψυκτική
Ο  Γέροντας  Ιωσήφ βρισκόταν σε κατάσταση ετοιμότητας στην άκρη του ορίζοντα λόγω  της καθαρότητάς του, έτοιμος να αναμετρηθεί με το μακάριο κάλλος, ήτοι να συναντήσει με τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, να στοιχηθεί με τους αγίους. «Το είδον εμπράκτως αυτό όπου σας λέγω», θα πει, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, τουτέστι έλλογη υπερβατικότητα που γίνεται αλήθεια, εμπειρικά βεβαιωμένο γεγονός, δώρο, και αυτό, της καθαρότητας. Και τι καθαρότητας, «ανίκανος» πλέον να ξεχωρίζει άνδρα ή γυναίκα(ό.π.α.(47).
Με μια εκτενή περιγραφή θα διηγηθεί ο Γέροντας Ιωσήφ την θεωρία που είχε προσευχόμενος στο δάπεδο μετά από τη δίωξή του από τη Σκήτη. «Ήμουν σε άπλετο φως και μπροστά μου..και όλο το έδαφος ωσεί χιών λευκό …και έκθαμβος ηπόρουν: Πώς ευρέθην εις τοιούτον ωραίον τοπίο;….Και εκάθηντο νέοι ωραίοι εστολισμένοι στολήν θαυμασία.. ήν στρατηγός και εφόρει λαμπροτέρα στολή..κατεβαίναμε σε πολυτελή σκαλοπάτια.. και κάτω ακουγόταν μελωδία….υπήρχαν στασίδια ωραιότατατα γεμάτα από ολόφωτους νέους…. Με τράβηξε μέσα σε μια ασύλληπτη μεγαλοπρέπεια, στο άπειρον εκείνο μεγαλείο…όλο μου το είναι πλημμύρησ(ε) από τη δόξα και το Φως εκείνο το όντως άκτιστο και υπέρ πάσαν λευκότητα και αφάνταστη λεπτότητα. Τότε είδα προς τα εμπρός μου το εξαίσιο τέμπλο αυτού του μεγαλοπρεπούς ναού, από το οποίο, όπως από τον ήλιο πηγάζει το φως, έτσι και από εκεί σκορπιζόταν όλη η δόξα και η μεγαλοπρέπεια….και το πανάγιο Βρέφος άστραψε …Αίφνης εξήλθε τόση λαμπρότης από τη θεία εικόνα Της και εφάνη τόσο ωραία η Παναγία, ολόσωμος, και εβάσταζε στις αγκάλες της τον Σωτήρα του κόσμου….πλήρη Χάριτος και μεγαλείου, όπου από την τόση ωραιότητα «μυριάδας του ηλίου φωτεινοτέρα» (ό.π.α.,205 κ.εξ).
Το άκτιστο-μακάριο κάλλος του ηλίου «της δικαιοσύνης» είναι εκτυφλωτικό και καταυγάζει την κτίση. Δεν είναι το γνωστό ηλιακό φως, αλλά  κάλλος  το οποίο εκπέμπει το Πανάγιο Βρέφος. Θα «ενηλικιωθεί» και θα περπατάει επάνω στη θάλασσα, θα μεταγλωττίζει με το κάλλος του όλες τις διαλέκτους, που αναλώθηκαν περιγράφοντας τη φυσική νομοτέλεια, σε ρήματα ζωής αιωνίου.

Νικόλαος Χατζηνικολάου - Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Ούτε υπάρχει, ούτε δεν υπάρχει. Είναι!

Τελικά, φαίνεται πως συχνά η αναζήτηση του Θεού μοιάζει με μια μάταιη προσπάθεια να μπούμε στον χώρο Του από τον τοίχο και όχι από την πόρτα. Και επειδή δεν τα καταφέρνουμε, Τον αρνούμαστε. Αυτό προσπαθούν να κάνουν αυτά τα παιδιά.
Baby stars are forming near the eastern rim of the cosmic cloud Perseus, revealed in this infrared image from NASA's Spitzer Space Telescope.
Ο Θεός όμως δεν προσεγγίζεται από όπου και όπως υπεροπτικά θέλουμε. Ο χώρος του μυστηρίου Του έχει τις διόδους του από τις οποίες πρέπει διακριτικά και ταπεινά να μπεις. Είναι στενές οι προσβάσεις του. Και οι πόρτες του δεν ανοίγουν με χερούλι ούτε πολύ περισ­σότερο με λοστό. Ούτε με πείσμα ούτε με βία. Συνήθως ανοίγουν από μόνες τους, με… φωτοκύτταρο. Δεν είναι ανθρώπινο κατόρθωμα η συνάντηση του Θεού. Είναι επίσκεψή Του. Απλά, για να μπει και Αυτός, δεν πρέπει να έχει κανείς τις δικές του πόρτες κλειδωμένες. Και όχι μόνον. Πρέπει εμείς να Του ανοίξουμε. Ο Θεός δεν υπάρχει για να Τον υποτάσσουμε, για να υπηρετεί τις εφήμερες μυωπικές βλέψεις μας. Υπάρχει για να μας ελευθερώσει από τη μιζέρια μας
Σαν αρκετά να είχε περάσει η ώρα φιλοσοφώντας. Θα μπορούσαμε να χαλαρώσουμε λιγάκι. Δοκίμασα να αλλάξω τη συζήτηση. Να μου πούνε κάτι από τα δικά τους ενδιαφέροντα, μια που πιθανόν να τούς είχε παρα­σύρει η ιδιότητά μου. Δεν ήθελα να τους κουράσω. Σε τελική ανάλυση μπορεί να ήθελαν λιγότερο μια τέτοια συζήτηση και περισσότερο μια κοινωνική γνωριμία.
Το μάτι μου πέφτει στο τατουάζ του Θάνου. Είναι αποτυπωμένο στο δεξί του μπράτσο, μισοκαλυμμένο από το μανίκι. Για μια στιγμή τέντωσε το χέρι του και φάνηκε καθαρά. Μια μικρή διακριτική ζυγαριά με διχρωμία μπλε και πράσινου, που γέρνει προς το μέρος μιας σαύρας, που με την κόκκινη γλωσσίτσα της ακουμπάει τον ένα από τους δύο δίσκους. Στον άλλο δίσκο ένας σταυρός. Η ζυγαριά πιθανόν να συμβολίζει το Δίκαιο, που ως φοιτητής της Νομικής σπουδάζει. Δεν καταλαβαίνω τον ρόλο της σαύρας που τελικά κάνει τη ζημιά. Είναι ολοζώντανη. Θαρρείς πως όπου να ‘ναι θα γλιστρήσει και θα αφήσει τη ζυγαριά στην ησυχία της. Και γιατί τελικά ο σταυρός είναι πιο ανάλαφρος; Δεν το καταλαβαίνω αυτό καλά. Ούτε και ριψοκινδυνεύω αυθαίρετες ερμηνείες.
Δεν κάνω κανένα σχόλιο. Απλά, παρατηρώ και σκέφτομαι παράλληλα με τη συζήτηση. Και διερωτώ­μαι πώς δεν βαρέθηκαν και κάθονται μαζί μου τόση ώρα. Πρέπει να είμαι πολύ παράξενος γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Τί άραγε κοινό μπορεί να έχουμε μεταξύ μας; Αυτοί νέα παιδιά κάνουν γήινα όνειρα· εγώ τα έχω απορρίψει προ πολλού, έπαυσα να επενδύω σε αυτόν τον κόσμο. Ο Θεός δεν τους πολυενδιαφέρει· εγώ Του αφιέρωσα τα πάντα, είναι η μόνη και μεγάλη μου σταθερά. Δεν πιστεύω σε τίποτα άλλο. Χωρίς Αυτόν δεν έχω ερμηνεία γι’ αυτόν τον κόσμο. Χωρίς την ύπαρξή Του καταργείται κάθε λόγος δίκης μου ύπαρξης. Χω­ρίς πίστη στον Θεό πνίγομαι, βουλιάζω, καταρρέω, χά­νομαι. Η πίστη σ’ Αυτόν με μεθάει, με ανασταίνει, μου δίνει ζωή, αίσθηση αιωνιότητος, όραμα ετερότητος.
Αυτοί αυτά δεν τα καταλαβαίνουν, κάπως αλλού κοι­τάζουν. Εγώ είμαι καμιά τριανταριά και πλέον χρόνια μεγαλύτερος, άσπρος με γένια και ράσα, αξύριστος και ακούρευτος εδώ και χρόνια, για ακατανόητο σ’ αυτούς λόγο, κακός εκπρόσωπος μιας παρηκμασμένης γενιάς, μιλάω και λίγο καθαρευουσιάνικα, γράφω πολυτονικό. Σε λίγο θα αρχίσουν να μου επιτίθενται οι διάφορες αρρώστιες. Αυτοί φρέσκοι άνθρωποι, σύγχρονοι, ούτε σκέφτονται την ασθένεια και τον θάνατο.
Αλλά και στη νοοτροπία υπάρχει χάσμα. Αυτοί θεω­ρούν ότι είναι γεννημένοι ελεύθεροι και ότι η ελευθερία τους ταυτίζεται με την αυτεξουσιότητα. Αντίθετα, εγώ νομίζω ότι είμαι γεννημένος αυτεξούσιος με προορισμό να γίνω ελεύθερος, πιστεύω σε μια ελευθερία που πρέπει να παλέψεις για να την αποκτήσεις. Γι’ αυτό στη ζωή μου ήμουν λίγο ακραίος· έζησα με τη μειοψηφία, πήγα κόντρα στο ρεύμα, δεν έχω πάει ποτέ μου κινηματογράφο, ποτέ δεν είχα τηλεόραση, αρνήθηκα για χρόνια να έχω κινητό, στερήθηκα ένα σωρό πράγματα που σχεδόν όλοι κάνουν. Και αυτό γιατί δεν θέλησα να χωθώ μόνος μου κάτω από τον οδοστρωτήρα της ισοπεδωτικής νοοτροπίας, να μιμηθώ μηχανικά και ανόητα, να με λειώσει το σύστημα. Ούτε και το εκκλησιαστικό.
Αυτοί μού φαίνεται πως ενώ αντιδρούν στο κατεστημένο της περασμένης γενιάς, συμμαχούν στη δημιουργία ενός χειρότερου κατεστημένου που κατασκευάζει η δική τους γενιά. Επίσης, υποθέτω πως θα με θεωρούν συν­τηρητικό. Εμένα πάλι μου φαίνονται ανελεύθεροι. Μου κάνουν ερωτήσεις που τις κάνουν όλοι. Τους έμαθε το σύστημα να έχουν τέτοιους προβληματισμούς.
Όλα αυτά που έχω μέσα μου είμαι σίγουρος πως αυτοί δεν τα προσέχουν. Αλλά κι εγώ μάλλον δεν τους καταλαβαίνω. Ίσως αυτό να το αντιλαμβάνονται. Τελι­κά, είμαστε τόσο διαφορετικοί και δεν θέλει κανείς μας να αλλάξει! Ούτε εκείνοι ούτε εγώ. Αλήθεια, τί δουλειά έχουν κοντά μου; Πώς δεν κουράστηκαν ακόμη; Πώς με υπομένουν; Το σκέπτομαι και συγκινούμαι. Με συγκινεί η ταπείνωση της ανοχής τους στο πρόσωπό μου. Μπο­ρεί εγώ να είμαι πιο σωστός, ποιός ξέρει; Αυτοί όμως είναι πιο ταπεινοί. Εδώ μάλλον κρύβεται το μυστικό.
(Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, Αν υπάρχει ζωή, θέλω να ζήσω, σ. 52

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Η υπαρξιακή ευωδία της ησυχαστικής σύγκρασης κτιστού-ακτίστου

Η κτίση και τα πράγματα δεν θα φύγουν από τη θέση τους, αλλά θα εμποτιστούν τόσο πολύ με το κάλλος Του που θα εκλείψει όλο το πεπρωμένο τους που τα κρατούσε δέσμια της αναγκών. Το άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος της κτίσης – εκεί όπου ο Γέροντας μιλάει για «λιβάδι» και «παλάτι» – δεν ερμηνεύεται με  όρους και αισθητικές κατηγορίες του νατουραλισμού, ή της όποιας «σχολής». Όχι πως αυτές υστερούν σε αξιοσύνη. Αλλά στη σύγκραση κτιστού-ακτίστου, οπόταν ο νους του ησυχαστή έχει «όλος καταποθεί» (ό.π.α.,44), χάνεται κάθε περιθώριο κατηγοριοποίησης του κάλλους. Ο κόσμος είναι διάφανος. Και η συνέχεια, όταν πηγαίνει να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας: «Και μόλις εμβήκα και την προσκύνησα, εστάθην αντίκρυ και την ωμιλούσα ευχαριστώντας, εξήλθε τόση πολλή ευωδία, ωσάν μία αναπνοή δροσοβόλος από το γλυκύτατον στόμα της, όπου εγέμισεν η ψυχή μου και έγινα άφωνος  εις δευτέραν έκστασιν ώραν πολλήν»(ό.π.α.). Το αυτό θα διηγηθεί και για άλλη φανέρωση της Παναγίας, οπόταν αφού συνήλθε, κατεφίλησε τον τόπο που στεκόταν  και ευωδίαζε για πολύ καιρό μετά(ό.π.α.,208).
proseuxi2
Η Παναγία, «της ευωδίας το σεπτόν σκήνωμα»! Η Παναγία, της οποίας τα εντάφια  ευωδίαζαν, κατά τον άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, μάλιστα δε οι Απόστολοι «…… της εξ αυτών αφάτου ευωδίας εμφορηθένετεες  ησφάλισαν την σορόν»»(αγ.Ιωάννης Δαμασκηνός 1990(2), 196). Η Παναγία , για την ευωδία  της οποίας ο ίδιος άγιος αναφωνεί: «….οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα»(ό.π.α.,172). Και αλλού: «Ρίνες τη οσμή των μύρων του νυμφίου θελγόμενοι» (ό.π.α.,92). Χάνεις πλέον το παιχνίδι αίτιο-αιτιατό, «οξειδώνεσαι», αναπνέεις μια ιδιάζουσα ευωδία  ζωής αθανάτου, εωσότου από την άκρη του ορίζοντα όπου βρέθηκες να σε ανταμοίβει το απροσδιόριστο κάλλος, κατορθώσεις να  ξαναπάρεις τα πράγματα στα χέρια σου. Η  όσφρηση του Ησυχαστή υπονομεύει το προνόμιο της όρασης και της ακοής, αλλά δεν αυτονομείται ποτέ, όπως και εκείνες, από το κάλλος.
Επανερχόμαστε στην ευωδία. «Ένα μόνον σας λέγω: ότι και τα ρούχα τους όταν αλλάζουν αυτοί ωσάν μυροθήκη αναψυκτική απλώνεται και ευωδιάζει όλον εκείνο το σπίτι»(ό.π.α.,48). Λέγει ο π.Εφραίμ για το σκουφάκι που του έφερε ο Γέροντας, δώρο της γερόντισσας Ευπραξίας: «Μόλις το φόρεσα, αμέσως πήρα Χάρη…άναψα από προσευχή και θείον έρωτα»(ό.π.α.,102). Η ευωδία θα επιφέρει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ αμήχανου πλατωνικού και ησυχαστικού μακάριου κάλλος. Είναι και η ευωδία ηχηρή απόδειξη ότι  δεν βρισκόμαστε σε διανοητική περιπέτεια, αλλά στον κόσμο  της εμπειρίας από πρώτο χέρι. Το ησυχαστικό αμήχανο κάλλος αφορά την ωραιότητα της ολότητας της ύπαρξης και της κτίσης, ωραιότητα επαληθευμένη από Γέροντες σαν τον π.Ιωσήφ.
«Μια φορά ενώ προσηύχετο γονατιστός και μέσα σε πλημμύρα δακρύων ως συνήθως, ξαφνικά όλο το κελλί γέμισε από υπερφυσικό φως. Άνοιξε τα μάτια του και μπροστά του αντίκρυσε ένα πυρίμορφο νεανία. Στη μορφή έμοιαζε με νέον άνθρωπο, αλλά αντινοβολούσε εκτυφλωτικό φως, όχι αυτού του κόσμου… και όλος ο τόπος γέμισε άρρητη ευωδία, σαν να βρισκόταν κάποιος σε εύοσμο λειμώνα»(ό.π.α.80). Ας σημειωθεί εδώ ότι στην τέχνη το ωραίο φανερώνεται μόνον μέσω όρασης και ακοής, ποτέ με την όσφρηση(Δες: Θεοδωρακόπουλος 1977,56).Ο ησυχαστής δεν γεύεται απλώς με το βλέμμα το κάλλος, είναι όλος βλέμμα, «βλέπει» το μακάριο κάλλος της  γλυκύτητας του Χριστού. Ησυχαστές, οι αφλέκτως καιόμενοι! Οι από τον καταφλέγοντα τα της αμαρτίας εγκλήματα  ωραιοθέντες !
Κάτι ανάλογο συμβαίνει, όταν τα Θεοφάνεια, στη διάρκεια της Νοεράς προσευχής, όντας «έγκλειστος» βλέπει τα τρία παιδάκια και γεμίζει εντελώς ξαφνικά το κελί του υπέρλαμπρο φως. Σημειώνει δε: «Όχι σαν το φως της ημέρας που βλέπουμε». Και τα τρία έχουν την ίδια «ευμορφία και ωραιότητα»(ό.π.α.α,82). Έμεινε  έκθαμβος, η χαρά του δεν είχε εξαλειφθεί για πολλές ημέρες, αλλά ούτε και να περιγράψει τι συνέβη ήταν δυνατόν, αφού ο νους καταλάμπει από τη Χάρη και δεν ενεργεί τίποτα δικό του. Το ανέκφραστο κάλλος  ανταμοίβει τον ησυχαστή, που θα βρεθεί να έχει μερίδιο από το εν-απομένον. Και σε άλλη περίπτωση που εμφανίζεται η Παναγία στον ύπνο του περιγράφει ότι από τα φορέματά της «εξήρχετο άρρητος ευωδία», που του προκάλεσε απερίγραπτη μακαριότητα και για μήνες αισθανόταν την υπερκόσμιο αυτή ευωδία(ό.π.α.,105). Τι είναι αυτό το εναπομένον ευώδες που διαρκεί; Δεν μπορεί να κρύβει επιφάσεις κάλλους και συμβατικές αλήθειες, είναι αυτή η ίδια η αλήθεια φανερωμένη ως κάλλος.
Αλλά και ο  π. Εφραίμ ο Κατουνακιώτης διηγήθηκε κλαίγοντας:  «… ξαφνικά βλέπω τρία λαμπερά πρόσωπα να έρχονται κατ΄ επάνω μου, γέμισε φως το δωμάτιό μου, ευωδία ανέκφραστος. Η πνευματική μου αίσθησις με πληροφόρησε ότι ήταν ο Χριστός συνοδευόμενος από δύο Αγγέλους. Αισθανόμουν τέτοια χαρά και αγαλλίασιν.  Τέτοια ουράνια κατάστασιν είχα, που δεν περιγράφεται»(ό.π.α.α,174). Περιγράφει επίσης ο Γέροντας Ιωσήφ πως «ήλθε σε θεωρίαν» μέσα στο κελλί του και είδε τον Κύριο ζώντα σε φυσικό μέγεθος επί του σταυρού εν μέσω ακτίστου φωτός. Η φανέρωση του κάλλους  σε βάζει σε περιπέτειες, καθώς φαίνεται να μην συστοιχείται σε δογματικές, παγιωμένες γνώσεις. Βασίζεται στην υποκειμενικότητα, και εξ αυτού του λόγου παραμένει εύκολη λεία παρανοήσεων. Αυτό το γνωρίζουν οι Γέροντες της ακολουθίας του π.Ιωσήφ και μένουν αταλάντευτοι στην θεωρία του κάλλους, δεν σαλεύει ο νους τους, έμαθαν να ζουν με το μυστήριο «φυσιολογικά».
Γράφει, επίσης, ο π.Εφραίμ (της Αριζόνας) εμπειρίες που του εκμυστηρεύτηκε ο π. Χαράλαμπος. Τις απεκόμισε ύστερα από πολύωρη προσευχή. Λέγει λοιπόν ο π.Χαράλαμπος: «Ύστερα μου ήρθε μία αλλοίωσις!  Πω-πω-πω! Έβλεπα εκείνο το κελλί σαν παλάτι και δεν ήθελα να φύγω! Τόσο ωραίο και καλό μου φαινόταν. Το βράδυ έβλεπα τον ουρανό, την θάλασσα και δεν μπορούσα να βαστάξω τα δάκρυά μου. Δεν ήθελα πλέον να φύγω  από κει!»(ό.π.α.,366, δες και 216). Τι είναι αυτή η ασύλληπτη, η δονούσα ωραιότητα; Φως προορισμένο για ησυχαστές. Την χωρίζει άβυσσος από την πλατωνική. Βρίσκεται πέραν της λογικής, της αισθητικής και την μεταφυσικής ωραιότητα. Έρχεται από αλλού, από τον εσχατολογικό ορίζοντα, βλέπει ο Γέροντας  ταυτόχρονα το ωραίο και το καλό, υποκύπτει στην δεσποτική δύναμη του μακαρίου κάλλους, διακυβευμένη σίγουρα στάση, αλλά αυτό το κάλλος είναι το περίβλημα του Είναι του.

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Το εράσμιον κάλλος του προσώπου της ψυχής



5.3.3.5 Το εράσμιον κάλλος του προσώπου της ψυχής
Γράφει ο π.Εφραίμ πως αντίκρισε το Γέροντά του για πρώτη φορά: «… Παρ΄ότι που δεν φρόντιζε να χτενίζεται, να κόβει τα νύχια του, δηλαδή να περιποιείται τον εαυτό το σώμα του, εν τούτοις η παρουσία του είχε μια παράξενη χάρι, κάτι το επιφανές  και ένδοξο, που θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για βασιλιά! Αφού δεν πλενόταν ποτέ, μερικοί επισκέπτες περίμεναν να μυρίζει ,αλλά τους έκανε εντύπωση που όχι  μόνο δεν μύριζε, αλλά είχε και μια λεπτή ευωδία. Αυτό ήταν κάτι του υπερφυσικό, αφού πάντα δούλευε σκληρά και ίδρωνε πάρα πολύ. Το παρουσιαστικό του  ήταν γλυκύτατο. Μόλις το έβλεπες γαλήνευες .Όπως ήταν το εξωτερικό του ειρηνικό, έτσι ήταν και το εσωτερικό του. Το πρόσωπό του ήταν ιλαρό ..πολύ καλλίφωνος»(ό.π.α.,226). Αλλού δε γράφει: «…βρήκαμε Γέροντα..με Θαβώρειο Φως..»(αρχ.Εφραίμ 2007,512). Είναι αδύνατο να ατενίζεις το άκτιστο-μακάριο κάλλος ενός τέτοιου ανθρώπου και να μην τον αγαπάς. Λέγει ο Jaspers: «Αυτόν που αγαπάω, θέλω να υπάρχει. Και δεν μπορώ να ατενίσω αυτό που αυθεντικά υπάρχει, χωρίς να το αγαπήσω» (Jaspers 1983,149).
Πηγή:commons.wikimedia.org
Πηγή:commons.wikimedia.org
Αυτό ήταν λοιπόν το άκτιστο κάλλος του π.Ιωσήφ. Γράφει ο π.Εφραίμ: «Ο Γέροντας Ιωσήφ ήταν ο τελευταίος μεγάλος καθηγητής της Νοεράς προσευχής. Δεν είχε μόνο την προσευχή, είχε και τη νήψι. Εισήλθε σε όλο το μυστήριο της Καρδιακής προσευχής. Ήταν γνώστης, φορέας και δέκτης του ακτίστου φωτός. Αυτή ήταν η ομορφιά….»(π.Ευφραίμ 2008,462). Ενώ δε ήταν ετοιμοθάνατος ο Γέροντας ο Σχοινάς «….είδε το πρόσωπό του να λάμπη, αλλά δεν κατάλαβε ότι η λάμψις ήταν από την Χάρι του Θεού»( ό.π.α., 442). Τον  «πρόδιδε» η μετοχή του στο άκτιστο φως, εμφανιζόταν πολλές φορές με λαμπρό πρόσωπο(Πρωτ.Χαραλαμπίσης 2007,328.- Παπαδόπουλος 2007,475- Αρχ.Καραλάζος 2007,563).
Το άκτιστο-μακάριο-αθάνατο κάλλος που εκπέμπει ο θείος φωτισμός του Γέροντα Ιωσήφ, είναι ένα φως που πλαταίνει το νου, τον καθιστά δι-ορατικό , φανερώνει και τα «πίσω από το βουνό», κατακλύζει τον ίδιο τον ησυχαστή εντός και εκτός. Κάλλος που εκπέμπει φως εξαίσιο, λευκό και άϋλο(ό.π.α.,248). «Το φως εκείνο είναι και μέσα στον άνθρωπο και το αισθάνεται σαν δική του πνοή….και τον μεταμορφώνει, έτσι, ώστε να μην ξέρει, αν έχει σώμα και βάρος ή περιορισμό τινά»(ό.π.α.248κ.εξ.). Η κατανόηση όμως του κάλλους αυτού  γινόταν, επειδή ο Γέροντας είχε ασκήσει τις αισθήσεις του(Σταμούλης ό.π.α.,349.- Δες και: Τριανταφυλλόπουλος ό.π.α.,744).
Ο Γέροντας Ιωσήφ είχε τρωθεί από το άκτιστο κάλλος, ήταν ανεξίκακος, κιας εθεωρείτο από  ορισμένους βδέλυγμα. Δεν κατετρύχετο από μικρότητες και φθοροποιές ενασχολήσεις. Είχε απορρίψει εγκεφαλικές συμπεριφορές, βασίστηκε στην ομορφιά της καρδιάς(ό.π.α.), που είναι ομορφιά  μακαρίου κάλλους και δεν αφήνει κηλίδα για κηλίδα στο σώμα και στην ψυχή. Εάν διαβάσεις με προσοχή το βιβλίο του π.Παϊσίου «Αγιορείται Πατέρες» (2008(13)) βρίσκεις πολλά σαρκωμένα παράδειγμα, όχι διανοητικές συλλήψεις,  ησυχαστές που ελατόμησαν ήθος και άρρητη ομορφιά. Γράφει για τον παπά- Τύχωνα: «Ό,τι παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά τα ψυχής  του (ό.π.α.,20).Επίσης, ότι είχε «πνευματική αρχοντιά», ενώ στα υστερνά του είχε γίνει «ολόλευκος εσωτερικά και εξωτερικά»(ό.π.α.,33). Ενώ μιλούσε για το Άγιο Πνεύμα αλλοιωνόταν το πρόσωπό του και πολλοί ευλαβείς άνθρωποι έβλεπαν την αλλοίωσή του(ό.π.α.,33).  Και για τον γέροντα Αυγουστίνο σημειώνει ο π.Παϊσιος, ότι η μορφή του ήταν «φωτεινή», γιατί τον είχε ζώσει η Χάρις του Θεού(ό.π.α.,88), καθώς επίσης ότι  είχε νιώσει «ανέκφραστη γλυκύτητα»(ό.π.α.,75). Και για τον γέροντα Φιλάρετο, επίσης, λέγει ότι είχε ένα «φωτεινό πρόσωπο»(ό.π.α.,88).Αλλά ο γέρο-Κωνσταντίνος το ίδιο, είχε «λαμπερό πρόσωπο»(ό.π.α.,91), ενώ ο άγνωστος Αναχωρητής – ένας από τους αφανείς Αναχωρητές του Άθω – είχε και αυτός «φωτεινό πρόσωπο» και «ακτινοβολούσε»(ό.π.α.,47). Αυτοί οι Γέροντες-αδελφοί του π.Ιωσήφ, αυτοί οι ησυχαστές, ίνα μη λέγων ερεσχελώ, πληρούν το χωροχρόνο μας  με  την «άφατον του μέλλοντος αιώνος δόξαν τε και λαμπρότητα»(αγ.Μάξιμος, ό.π.α.,122), Ο Κύριος ενώτισε τη δέησή τους, καθιστώντας την εσχατολογική ωραιότητα δώρημά  μας ήδη από του νυν. Έτσι  σημαίνεται από του νυν η ελευθερία του Ακτίστου από κάθε φυσικό καταναγκασμό: μήπως και εκείνο το επιθανάτιο μακάριο χαμόγελο του π.Ιωσήφ Βατοπαιδινού, πνευματικού τέκνου του ησυχαστή Ιωσήφ, δεν μας πορθμεύει πέραν κάθε νομοτέλειας και φυσικού περιορισμού στη χώρα του  ακτίστου κάλλους; Μήπως αυτό το άκτιστο κάλλος δεν φέρνει στο νου μας τον Ψαλμό: ανακαινιείς το πρόσωπον της γης(103ος,30).
Αυτή η αποδέσμευση από το κτιστό και ζοφερό είναι το θεμέλιο του ακτίστου κάλλους στην ορθόδοξη παράδοση και προφανώς είναι αβυσσαλέα η διαφορά του από το πλατωνικό. Βλέπεις τη λάμψη ενός θεομένου ησυχαστή, που είναι επίγειο κάλλος της αγιότητας, μυστικό φως που αναδύεται από κάποιο βάθος, υπεράνω των χωροχρονικών κατηγοριών όπως στην βυζαντινή αγιογραφία, όπου καταργούνται προοπτική και νατουραλισμός. Έτσι ο ησυχασμός καθίσταται μια μοναδική θεο-λογία. Το κάλλος του είναι αγιοκεντρικό, εράσμιο κάλλος, αποτέλεσμα της καλής αλλοίωσης, της σταύρωσης της σάρκας, όχι του σώματος. Η εμπειρία του ησυχαστή είναι επαληθεύσιμη εμπειρία, Δεν «θεωρεί» ο ησυχαστής με το νου, αλλά ακόμα – ακόμα και με αυτά τα σαρκικά μάτια (αρχ.Αιμιλιανός 2010(2),44).Απολαμβάνει το μακάριο κάλλος και το χαίρεται με μιαν οντολογική χαρά. Αλλά και εμείς με τη σειρά μας δεν βλέπουμε την ωραιότητα του προσώπου του, αλλά εκείνη του προσώπου της ψυχής του, βλέπουμε την ομορφιά που υπάρχει στην καρδιά των όντων και ζητά την καρδιά μας(π.Καρδαμάκης χχ,39).
Ο Γέροντας Ιωσήφ εδαψίλεψε στους υποτακτικούς του την αίγλη που δεξιώθηκε από το άκτιστο-μακάριο-αμήχανο κάλλος, με άλλα λόγια αιωνιότητα. Νοημάτισε έτσι τον επίγειο βίο τους και τους ετοίμασε για την όντως ζωή. Αταλάντευτος και άρρυπος, σφριγηλός στη σκέψη και στην πράξη, επειδή διέθετε το φωτισμό του ακτίστου κάλλους, έδρεψε από αυτό την μερίδα της αλήθειας που του αναλογούσε. Και αυτές ακόμα οι  λεκτικές «ριπές» που εκστόμιζε(ο π.Εφραίμ τις διηγείται τόσο χαριτωμένα!) σε καμιά στιγμή δεν δημιουργούσαν ζόφο, δεν μπορούσα να ψύξουν τη φλόγα των υποτακτικών του, στους οποίους είχε ωριμάσει η συνείδηση της αθανασίας και η επίγνωση της αιωνιότητας μέσα από τη συνείδηση της εγκατάλειψης, κλασικό πλέον παράδειγμα ο άγιος Σιλουανός. Ύπαρξη που ωδυνάται χωρίς μεταπτώσεις είναι ο Γέροντας Ιωσήφ. Το μακάριο κάλλος ηχεί στους μυχούς των υποτακτικών του ευφρόσυνα την αφθαρσία του προσλήμματος. Οπόταν, αυτό κι αν είναι μακάριο κάλλος!

Ιωάννης Ε. Θεοδωρόπουλος - Καθηγητής Παιδαγωγικής Η γλυκύτητα του ησυχαστικού βλέμματος στα πράγματα



5.3.3.6  ….Ορώμεν γλυκύτητα: γεύσις η βλέπουσα
Η σύγκραση ακτίστου-κτιστού στο πρόσωπο του Γέροντα Ιωσήφ δεν έχει άλλα ανώτερα χαρακτηριστικά παρά το μακάριο κάλλος. Τονίζουμε τη σύγκραση, γιατί μόνον  αυτή κυριολεκτεί, όταν μιλάμε για μετοχή του κτιστού στο Άκτιστο. Αυτή δείχνει τη διαφορά του ησυχαστικού από το πλατωνικό, και κάθε άλλο, αμήχανον κάλλος. Στο πλατωνικό αμήχανον κάλλος δεν έχουμε «μετοχή» στο Άκτιστο, στο ζώντα Κύριο, αλλά στο αγαθό ή σε κάτι «θείο». Στο άκτιστο-μακάριο-αθάνατο έχουμε άλλου είδους όραση.
Silenceglyk2
Πηγή: commons.wikimedia.org
Τι βλέπουμε εντέλει; «Πρώτον τη γλυκύτητα του Θεού. Ο Θεός είναι πλέον για μας όχι ο μέγας απών αλλά ο μέγας παρών. Αρχίζομε να ορώμεν γλυκύτητα…η γλυκύτης είναι τόσο δυνατή, ώστε μας λούζει. Όπως όταν βλέπεις κάτι γλυκό, σε μεθά, το ίδιο  μέθυσμα αισθάνεσαι και εδώ»(Αρχ. Αιμιλιανός ό.π.α.,48).Συμμετέχουμε όμως και εμείς(εφόσον είμαστε ικανοί, διαφορετικά μπορεί και να χαθούμε!), βλέπουμε και της δικής μας ψυχής την γλυκύτητα, να όπως παίρνουμε  άρωμα από το λείψανο ενός αγίου(ό.π.α.), πρωτίστως δε από την Παναγία: « ..και  ο καρπός σου  γλυκασμός εν λάρυγγι»(άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ό.π.α., 132). Αλλού δε θα σημειώσει για την Θεοτόκο: «ως ωραιώθης και ως ηδύνθης»(ό.π.α.,134).  Η ύπαρξη που απολαμβάνει το άκτιστο κάλλος έχει ό, τι εκείνος που γνώρισε το Χριστό, δηλαδή διαρκώς ηρεμία, ειρήνη, νοιώθει ασφάλεια, «έχει κάτι το αλόγιστο, κάτι το «παράλογο», διότι αυτά δεν είναι καταστάσεις της απλής καθημερινής ζωής»( Αρχ. Αιμιλιανός ό.π.α.,33).
Η γλώσσα, ο γραπτός λόγος, κείμενα που παραπέμπουν σε βιβλιογραφία, ακόμα-ακόμα και όταν είναι εξαιρετικά δείγματα συστηματικής-μεθοδολογικής συνέπειας και γλωσσικής αρτιότητας, αδυνατούν να περιγράψουν αυτή τη μετοχή. Η διάνοια και η διαίσθηση στομώνουν, ούτε σκιώδη περιγραφή δεν μπορούν να κάνουν(π.Εφραίμ,ό.π.α.,208). Δεν πρόκειται για υποκειμενικές διαισθήσεις, ενοράσεις και ψυχολογικές προβολές(ό.π.α.). Δεν πρόκειται  για «θέαμα εξωτερικό και πρόσκαιρο αισθητικό κατηγόρημα», αλλά πολύ περισσότερο «για δύναμη που σώζει τον κόσμο»(αρχ.Γοντικάκης 2005,1). Πρόκειται, επίσης, για «θεία τρέλλα»(π.Παϊσιος 2008,48). Για κάλλος που ελευθερώνει από το χρόνο, όχι για απλή γλυκυθυμία. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη αυτό το φοβερό κάλλος είναι αιτία δημιουργίας του φωτός και του κάλλους των πάντων, ο Θεός είναι κάλλος (άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης), μας μεταδίδει το κάλλος και δημιουργεί ευαρμοστία και λαμπρότητα των  πάντων(Αγ.Νικόδημος 2006, 336 κ.εξ.). Γι΄ αυτό και το πρόσωπο του Μωυσή, που μετέλαβε εκείνο το κάλλος κατά την ομιλία του με το Θεό, δοξάστηκε(ό.π.α.,341).
Και η προφορική και η γραπτή ορθόδοξη παράδοση το απέδωσαν ορισμένες φορές επιστρατεύοντας το «γλυκύ». Είναι μια κατηγορία που δεν εξέλειπε  μέχρι σήμερα από την αισθητική μας γλώσσα. Υπερβαίνει η ακτίνα της κάθε περιορισμό στη γεύση, από την οποία προέρχεται και συχνά χαρακτηρίζει εκτός από το πρόσωπο, ή τη φωνή, τον όλο άνθρωπο. Για παράδειγμα, ο Ιησούς είναι «γλυκύτατος», ο παράδεισος είναι «γλυκός» (π.Παϊσιος 2008(13),32), ενώ κατά τον άγιο Νικόδημο η θεωρία του θεϊκού κάλλους είναι γλυκύτερη από την θεωρία των άλλων προσόντων του Θεού. Το κάλλος των εμψύχων και αψύχων έλκει περισσότερο την καρδιά μας, αφού «ο οφθαλμός επιθυμεί να βλέπει χαριτωμένες μορφές και με σωματικό κάλλος» (Σοφ.Σειρ. 40,22), αλλά η θεωρία, τόσο η λεγόμενη κατά παραδοχή, όσο και η κατ’ επιβολή, του θείου κάλλους είναι γλυκύτερη και πιο ποθητή από όλες τις τελειότητες του Θεού, «πληγώνει και διαπερνά την καρδιά των οστών με τόξα» (ό.π.α.,340).
Το κάλλος αυτό μας κοινωνείται από όσους δοκίμασαν και λαβώθηκαν, λέγει ο άγιος Νικόδημος. Λαβωνόμαστε και εμείς, σαν τους ακούσουμε,  από τα ερωτικά και ενθουσιαστικά τους λόγια(άγιος Νικόδημος ό.π.α.). Μας παραπέμπει ο αυτός άγιος στον άγιο Βασίλειο: «Ποίον τώρα είναι θαυμαστότερον από το θείον κάλλος»(ό.π.α.). Κάλλος που δεν συγκρίνεται με το φως του ήλιου και είναι αόρατο στους σαρκικούς οφθαλμούς. Είναι όμως κατανοητό από την ψυχή και το πνεύμα αγίων- άφησε μέσα τους το κεντρί του πόθου-, και από τον καθαρό νου(ό.π.α.,341). Λέγει δε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: «Ποιος μπορεί να μην ερωτευθεί τέτοιο κάλλος και ας έχει μόνο έναν οφθαλμό την ώρα, για να μπορεί να το ατενίζει;»(ό.π.α.). Όμως, εμείς από το θείο κάλλος αντιλαμβανόμαστε απειροελάχιστο ποσοστό και έχουμε  τόση γνώση αυτού του κάλλους, «το οποίο θεωρείται ως πρώτο αγαθό και το επέκεινα κάθε αγαθού», όση η μικρή σταγόνα από τις αβύσσους και η μικρή σπίθα από μεγάλες ακτίνες του ήλιου(ό.π.α.). Κατά δε τον άγιο Κάλλιστο ο νους, εφόσον ανεβεί «προς το ένα»(Παρμενίδης και Πλωτίνος επί τω έργω), που είναι υπεράνω της διάνοιας, δεν μπορεί να μην το ερωτευθεί. Διότι από αυτό προκύπτει το κάλλος το άρρητο και ακατάληπτο και ο νους  κινδυνεύει να «σχισθεί» από τις θείες εκλάμψεις, όπως το δίχτυ από τα πολλά ψάρια(ό.π.α.).
Αυτό το υπεράνω του νου κάλλος σε μεθά όπως το κρασί και σε κάνει να παραφρονείς, όπως ο τρελός, δεν αντέχεις να το βλέπεις, είναι θέαμα υπέρκαλο του εξαίσου κάλλους(ό.,π.α.342). Ο π.Παϊσιος γράφει για τον παπά-Τύχωνα ότι  είχε «ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του»(π.Παϊσιος,ό.π.α.,28). Και ο ιερός Αυγουστίνος: «Αργά σε αγάπησα, κάλλος αρχαιότατο και νεότερο μαζί»(ό.π.α.,343).Μήπως και ο Γέροντας Ιωσήφ δεν έγραψε «Ερωτικά» προς τον Ιησού(Νικολαίδης 2007,642), μεθυσμένος από αυτό το άρρητο-άκτιστο-μακάριο-αθάνατο αμήχανο κάλλος;
Ο Γέροντας ορά εντός του ακτίστου κάλλους, χάρη στην  ετοιμότητα δεξίωσης του, την οποία απέκτησε με την άσκηση και τη θεία Χάρη, κάτι Νέο που  μέχρι πριν ήταν αόρατο και αδιανόητο.  Κάτι υπέρλογο, με το οποίο η όλη ύπαρξή του, η σωματικότητά του, αποδεσμεύεται από την ειρκτή των αισθήσεων, από το στείρο νοητικό μετεωρισμό, και βλέπει τα πάντα με φρεσκαρισμένο βλέμμα, με άλλα μάτια. Τι είναι αυτό που «βλέπει»; Είναι μια, με όλη την αμφισημία της (και, γιατί όχι, σε αντιστοίχιση με την «αποκαλυμμένο μυστικό» («offenbaren Geheimnis»),  του Goethte)(Kümmel 2013,206), κρυπτόφαντη γλυκύτητα: βρίσκεται δηλαδή ενώπιον όλων μας, αλλά αποκαλύπτεται μόνον από τον ησυχαστή, του γλυκαίνει το νου, ωστόσο, αν και ορώμενη, παραμένει μυστήριο. Μάλλον δε, ακριβώς επειδή  όντως βρίσκεται μπροστά στα μάτια του, είναι μυστήριο! Διαφέρει πάντως ενετελώς από εκείνη την αποκάλυψη των ομηρικών θεών («αριγνώται»), η οποία επιβάλλεται στους ανθρώπους (Bowra ό.π.α.,284). Συνειδητοποιεί  ο ησυχαστής ότι καρπώνεται μια άλλου είδους γλυκύτητα, την οποία δεν την φτιάξαμε εμείς. Και όσο πιο πολύ το βλέμμα του εντείνει την προσπάθειά του, τόσο και πιο βαθύτερα τον συγκλονίζει το μυστήριό της, τόσο και πιο πολύ παίρνει με άφραστη βεβαιότητα για τις επιλογές του (θυμηθείτε πόσο πείσμων ήταν ο Γέροντας στη διαφωνία  του με τους Παλαιοημερολογίτες!) και τόσο πιο πολύ ελεύθερος γίνεται  από επιθυμίες, όχι όμως από «επιθυμητότητα».  Μακράν κάθε ψευδαίσθησης και αυθυποβολής περιμένει Κάποιον, κοντεύει να σπάσει η καρδιά του από τον πόθο, «βρήκε» γλυκασμό. Δεν βλέπει μόνον εσένα ή εμένα, αλλά όλο το ανθρώπινο γένος, χωράνε μέσα  του όλοι.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Περί ενανθρωπήσεως (Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου)



Ανόητος όποιος του Θεού το βασιλιά Λόγο αιώνιο
σαν τον ουράνιο ισόθεα δεν προσκυνάει Πατέρα.
Ανόητος κι όποιος σα θνητό στη γη το βασιλιά Λόγο
ισόθεα δεν τον προσκυνά σαν τον ουράνιο Λόγο.
Μόνο ή χωρίζει απ’ τον τρανό Πατέρα του το Λόγο
ή από το Λόγο τη μορφή του ανθρώπου και τη σάρκα.
Θεός ήταν κι έγινε όμοιός μας ο Λόγος του Πατέρα,
όντας σμιχτός με τους θνητούς το Θεό μ’ αυτούς να σμίξει. Θεός ένας κι απ’ τα δυο θνητός όσο για να με δείξει
εμένα Θεόν από θνητόν. Έλεος, χτυπιέμαι, Θεέ μου.
Τόσο από εμέ. Τί να ζητώ σμίξη άφραστη και νόημα.
Στο λόγο σας για το Θεό – θνητοί – δεχτείτε μέτρο.
Αν πρώτος το φυλάξω εγώ, το κάλλιο είναι. Μ’ ανίσως
με λέξεις αναρίθμητες μαυρίζεις τα χαρτιά σου
δώσ’ μου δυο αράδες σύντομες σ’ αυτά να σου χαράξω
με γράμματα απ’ την πέννα μου, που το μελάνι εσώθη.
(Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου, ΕΠΕ, τ. 8ος, σ. 321)

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Λόγος εις τα Θεοφάνια, δηλαδή τη Γέννηση του Σωτήρος



Ο Χριστός γεννάται, ας τον δοξάσετε· ο Χριστός έρχεται από τους ουρανούς, προϋπαντήστε τον· ο Χριστός βρίσκεται  στη γη,υψωθείτε. «Δοξολογήστε τον Κύριο, όλη η  γη· και, για να τα πω και τα δύο με μία λέξη, ας ευφρανθούν οι ουρανοί και ας νιώσει αγαλλίαση η γη για τον ουράνιο ο οποίος έγινε επίγειος. Ο Χριστός σαρκώθηκε, νιώστε αγαλλίαση από χαρά και τρόμο. Από τρόμο εξαιτίας της αμαρτίας· από χαρά εξαιτίας της ελπίδας. Ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο. Γυναίκες·, παραμένετε παρθένοι για να γίνετε μητέρες του Χριστού. Ποιός δεν αποδίδει λατρεία σ’ εκείνον που υπήρχε απ’ την  αρχή; Ποιός δεν δοξολογεί εκείνον που  εμφανίστηκε τώρα τελευταία;

Η Βάπτισις του Χριστού Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου
     Πάλι διαλύεται το σκοτάδι, πάλι εμφανίζεται το φως… Ο λαός, ο οποίος κάθεται  στο σκοτάδι ας δει το λαμπρό φως της κατανοήσεως των θείων μυστηρίων. «Τα παλαιά έχουν περάσει· όλα έχουν γίνει νέα». Το γράμμα υποχωρεί ενώ το πνεύμα αναδεικνύεται. Οι σκιές  απομακρύνονται και έρχεται  στη θέση τους η αλήθεια. Ο τύπος του Μελχισεδέκ εκπληρώνεται. Ο αμήτωρ  γίνεται απάτωρ. Ήταν αμήτωρ προηγουμένως και τώρα γίνεται απάτωρ. Οι φυσικοί νόμοι καταλύονται. Ο ουράνιος κόσμος πρέπει να συμπληρωθεί. Ο Χριστός διατάζει, ας μην αντιστεκόμαστε. «Όλοι οι λαοί χειροκροτείστε» επειδή γεννήθηκε σε μας παιδί, μας δόθηκε υιός,  στους ώμους του οποίου βρίσκεται η εξουσία (διότι εξυψώνεται μαζί με το σταυρό) και ονομάζεται «αγγελιαφόρος μεγάλης θελήσεως» (της θελήσεως του Πατέρα). Ο Ιωάννης θα βροντοφωνήσει: «ετοιμάστε το δρόμο του Κυρίου»! Και εγώ θα διαλαλήσω τη σημασία της ημέρας: Ο άσαρκος παίρνει σάρκα. Ο Λόγος ενώνεται με την ύλη. Ο αόρατος γίνεται ορατός. Εκείνος τον οποίον δεν μπορούσε να αγγίσει κανείς, μπορεί να ψηλαφηθεί. Ο άχρονος αποκτά αρχή. Ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός ανθρώπου, «ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήταν χθες, είναι σήμερα και θα παραμείνει ο ίδιος στους αιώνες»…
    Σήμερα η πανήγυρις είναι τα Θεοφάνια, δηλαδή η Γέννηση. Διότι λέγονται και τα δύο, επειδή για ένα και το αυτό πράγμα υπάρχουν δύο ονόματα. Διότι ο Θεός φανερώθηκε  στους ανθρώπους με τη γέννηση. Και υπήρχε μεν πριν, και υπήρχε πάντοτε, προερχόμενος από αυτόν που πάντοτε υπήρχε, πάνω από κάθε αιτία και λογική (επειδή δεν υπήρχε λόγος ανώτερος από το Λόγο), αλλά μετά πήρε σώμα για χάρη μας, για να μας χαρίσει την ευτυχισμένη ύπαρξη, εκείνος ο οποίος μας έδωσε την ύπαρξη, ή, καλύτερα, για να μας επαναφέρει με τη σάρκωσή του  στην ευτυχισμένη ύπαρξη από την οποίαν είχαμε απομακρυνθεί εξαιτίας της κακίας μας. Και στην μεν εμφάνιση δίνεται το όνομα Θεοφάνια, στη  γέννηση, Γενέθλια.
     Αυτό είναι για μας το νόημα της πανηγύρεως και αυτό εορτάζουμε σήμερα: Τον ερχομό του Θεού στους ανθρώπους, για να έλθουμε να μείνουμε κοντά στο Θεό, ή για να επανέλθουμε (διότι έτσι νομίζω ότι είναι σωστότερο να λεχθεί), για να ενδυθούμε τον νέον άνθρωπο, αφού εγκαταλείψουμε τον παλαιό. Και όπως έχουμε πεθάνει μαζί με τον Αδάμ, έτσι ας ζήσουμε μαζί με τον Χριστό. Ας γεννηθούμε μαζί του, ας συσταυρωθούμε και ας ταφούμε μαζί του, για ν’ αναστηθούμε με την ανάστασή του. Διότι πρέπει να υπομείνω την αντίστροφη πορεία, η οποία οδηγεί στο αγαθό. Και όπως από τα πιο ευχάριστα ήλθαν τα δυσάρεστα, έτσι και από τα δυσάρεστα να επανέλθουν τα πιο ευχάριστα. «Διότι εκεί που αυξήθηκε σημαντικά η αμαρτία, εκεί δόθηκε πλουσιοπάροχα και η χάρη». Και αν η γεύση έφερε την καταδίκη, δεν δικαίωσε, περισσότερο το πάθος του Χριστού; Ας εορτάσουμε επομένως όχι με δημόσιες πανηγύρεις, αλλά με τρόπο θεϊκό. Όχι με τρόπο κοσμικό, αλλά με τρόπο υπερκόσμιο. Όχι τα δικά μας, αλλά περισσότερο τα του Κυρίου. Όχι τα σχετικά με την ασθένεια, αλλά τα σχετικά με τη θεραπεία. Όχι τα της δημιουργίας, αλλά τα της αναδημιουργίας…
     Εμείς δε οι οποίοι προσκυνούμε τον Λόγο, ακόμη και αν θα πρέπει να απολαύσουμε κάτι, ας το απολαύσουμε με τη λογική  και το θείο νόμο και με αφηγήσεις αναφερόμενες και σε άλλες αλλά και στη σημερινή  πανηγύρι , για να είναι αρμόζουσα η απόλαυση και να μην απομακρύνεται από εκείνον που μας έχει συγκεντρώσει για να πανηγυρίσουμε…   Καθαρίστε για χάρη μου και το νου και την ακοή και τη διάνοια, όσοι ασχολείστε με αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται  στο Θεό και είναι θείος), για να αναχωρήσετε αφού θα έχετε ασχοληθεί πραγματικά με εκείνα τα οποία δεν τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά συγχρόνως  πολύ σύντομος, ώστε, ούτε να σας λυπήσει με τις ελλείψεις του, ούτε και να γίνει ανιαρός εξαιτίας του κορεσμού, που τυχόν θα σας έφερνε.
      Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε και υπάρχει, ή, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το «υπήρχε» και «θα υπάρχει», είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως «ο υπάρχων» εκφράζει το αιώνιο, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται στον Μωϋσή πάνω στο όρος. Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλη την «ύπαρξη», η οποία ούτε άρχισε ποτέ, ούτε και θα λήξει ποτέ, σαν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοια  και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος μπορεί να σκιαγραφηθεί κάπως μόνο με το νου. Και από αυτόν πάλι μόνο πολύ αμυδρά και περιορισμένα, όχι από την ουσία του, αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του, για να σχηματισθεί από την συγκέντρωση των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αλήθειας, η οποία χάνεται προτού προλάβουμε να την κρατήσουμε, και εξαφανίζεται προτού μπορέσουμε να την συλλάβουμε με το νου. Η εικόνα δε αυτή λάμπει  στο νου μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή που διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μια μεριά μεν για να προσελκύει με εκείνο που μπορεί να γίνει κατανοητό (διότι το τελείως ακατανόητο απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεση προσεγγίσεως), από την άλλη δε για να προκαλεί το θαυμασμό με το ακατανόητο· με το θαυμασμό να δημιουργεί περισσότερο πόθο, με τον πόθο να καθαρίζει, και με την κάθαρση να κάνει το νου μας θεόμορφο. Αφού γίνουμε δε τέτοιοι, τολμώ να το πω, να συναναστρεφόμαστε με το θείο σαν συγγενείς. Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπει να τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσο πολύ, όσο γνωρίζει κιόλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρο το θείο και δυσκολονόητο. Το μόνο δε το οποίον είναι κατανοητό απ’ αυτό είναι το ότι είναι άπειρο, έστω και αν θα νομίζει κάποιος ότι είναι απλής φύσεως ή ολοκληρωτικά  ακατανόητο, ή τελείως κατανοητό. Διότι πώς θα επιθυμήσουμε κάποιον που είναι απλός από τη φύση του; Η απλότητα λοιπόν δεν αποτελεί τη φύση του, όπως και στα σύνθετα τη φύση τους δε αποτελεί μόνο το ότι είναι σύνθετα.
         Επειδή δε το άπειρο εξετάζεται από δύο πλευρές, από την αρχή δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα σ’ αυτά είναι άπειρο), όταν μεν στραφεί ο νους προς το ουράνιο βάθος, επειδή δεν έχει που να σταθεί για να στηρίξει τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται το Θεό, ονομάζει το άπειρο και το αδιέξοδο που προκύπτει από αυτά άναρχο. Όταν δε στραφεί  στα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατο και άφθαρτο. Όταν δε εξετάσει τα πάντα, το ονομάζει αιώνιο. Διότι αιώνας δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετριέται). Αλλ’ ό,τι είναι για εμάς ο χρόνος, που μετριέται με την περιφορά του ηλίου, αυτό είναι για τα αιώνια ο αιώνας, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, σαν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Σ’ αυτά λοιπόν ας αρκεσθεί η τωρινή, μου φιλοσοφική ενασχόληση με το Θεό. Διότι δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχουμε να εξετάσουμε είναι η οικονομία και όχι η θεολογία. Όταν δε λέω Θεό, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Και η θεότητα  ούτε διαχέεται πέρα απ’ αυτά, για να μην παραδεχθούμε πολλούς θεούς, ούτε περιορίζεται σε ένα απ’ αυτά, για να μην κατηγορηθούμε ότι δεχόμαστε πτωχή θεότητα, και να μην μας πουν ούτε ιουδαΐζοντες εξαιτίας της μονοθεΐας, ούτε ειδωλολάτρες εξαιτίας της πολυθεΐας. Διότι και στα δύο υπάρχει το ίδιο κακό, έστω και αν βρίσκεται μέσα σε αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε στα ίδια τα σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον τρισάγιο ύμνο, συγκεντρώνονται σε μία αρχή και μία θεότητα, πράγμα που έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστο και υψηλό και κάποιος άλλος από τους πριν από εμάς.
         Επειδή όμως δεν ήταν αυτό αρκετό στην αγαθότητα, το να κινείται μόνο με τη σκέψη της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθεί το αγαθό και να εξαπλωθεί, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξη της άπειρης αγαθότητας),  κατ’ αρχήν μεν δημιουργεί με τη σκέψη τους αγγέλους και τις ουράνιες δυνάμεις. Και η σκέψη γίνεται έργο που συμπληρώνεται από το Λόγο και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι δημιουργήθηκαν δεύτερες λαμπρότητες, υπηρέτες της πρώτης λαμπρότητας, τις οποίες πρέπει να θεωρήσουμε είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ κατά  κάποιο τρόπον άϋλο και ασώματο, είτε ως κάποια  άλλη φύση, η οποία να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να πω ότι δεν μπορούν να κινηθούν προς το κακό, και ότι μόνο προς το καλό μπορούν να βαδίσουν, επειδή βρίσκονται γύρω από το Θεό και φωτίζονται πρώτα απ’ αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερο φωτισμό). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να πω, ότι δεν είναι ακίνητοι άλλα μόνο δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ονομάσθηκε  έτσι εξαιτίας της λαμπρότητάς του και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξαιτίας της υπερηφάνειας του, και οι δυνάμεις οι οποίες αποστάτησαν από την αρχηγία του, οι οποίες δημιούργησαν το κακό με την απομάκρυνση από το καλό και το προκάλεσαν και σε μας.
         Έτσι λοιπόν και για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε απ’ αυτόν ο νοητός κόσμος,  ώστε να μπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρώντας με τον μικρό λόγο μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήταν καλά γι’ αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερο κόσμο, υλικό και αόρατο (αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένο σύστημα και σύνολο του ουρανού και της γης και αυτών που βρίσκονται μεταξύ τους, αξιέπαινο μεν για την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη  αξιέπαινο εξαιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας που δημιουργείται απ’ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ τους, για να συμπληρώσουν ένα αρμονικό σύνολο), για να αποδείξει ότι μπορεί να φέρει  στην ύπαρξη όχι μόνον φύση όμοια προς αυτόν αλλά και τελείως διαφορετική  από αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς τη Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο με το νου, αλλά ταυτο­χρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, και ακόμη περισσότερο διαφορετικά απ’ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα. «Αλλά τί μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα μπορούσε να πει κάποιος από τους πολύ φιλέορτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπιρούνισε το πουλάρι, για να φθάσουμε στο τέρμα». «Μίλησέ μας για την εορτή και για εκείνα για τα οποία έχουμε συγκεντρωθεί σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάνω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλοτέρα πράγματα, επειδή με παρακινούσε ο πόθος και με παρέσυρε η ρύμη του λόγου.
     Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθηση, τα οποία διαχωρίστηκαν με αυτό τον τρόπο το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα στη φύση τους και έφεραν μέσα τους το μεγαλείο του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιαστές  και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμη κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωση των αντιθέτων, δείγμα ανώτερης σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήταν γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητας. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξει και να παρουσιάσει ένα ον από την ένωση και των δύο (της αόρατης δηλαδή και της ορατής φύσεως), δημιούργησε τον άνθρωπο. Και αφού έλαβε μεν από την ύλη, που υπήρχε ήδη, το σώμα, και αφού έβαλε σ’ αυτό την πνοή του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοερά ψυχή και εικόνα του Θεού), τον τοποθέτησε στη γη σαν δεύτερο κόσμο, κατά κάποιο τρόπο, μεγάλο  μέσα στη μικρότητά του, σαν άλλον άγγελο, σαν μικτό προσκυνητή, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργό της αοράτου, βασιλιά όσων  βρίσκονται  στη γη και ταυτοχρόνως κυβερνώμενο από τον ουρανό, επίγειο και ουράνιο, προσωρινό και αθάνατο, ορατό και εννοούμενο, βρισκόμενο  στο μέσο μεταξύ ταπεινότητας και μεγαλείου· τον ίδιο πνεύμα και σάρκα. Πνεύμα για χάρη του και σάρκα για να μπορεί να εξυψώνεται. Το μεν ένα για να ζει και να δοξάζει τον ευεργέτη, το δε άλλο για να υποφέρει, να θυμάται και να διαπαιδαγωγείται από το πάθος του, επιδιώκοντας να ανυψωθεί προς το μεγαλείο. Ύπαρξη που διαμένει μεν στη γη,  αλλά μεταβαίνει σε άλλο κόσμο, και σαν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμία του προς αυτόν. Διότι σ’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, οδηγεί η μέτρια λάμψη της αλήθειας, η οποία παρουσιάζεται στη γη,  στο να δούμε δηλαδή και να αισθανθούμε τη λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι αντάξια προς εκείνον ο οποίος μας συνέθεσε, και ο οποίος θα μας διαλύσει και θα μας συνθέσει πάλι κατά τρόπο ακόμη πιο ένδοξο.
        Και τον τοποθέτησε  στο παράδεισο (όποιος και αν ήταν ο παράδεισος αυτός), αφού τον τίμησε με το αυτεξούσιο,  για να ανήκει το αγαθό σ’ εκείνον ο οποίος θα το επιλέξει όχι λιγότερο απ’ όσο σ’ εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκανε γεωργό αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλούστερων και των τελειότερων, γυμνό εξαιτίας της απλότητας και της χωρίς πονηρία ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίνει το νόμο ως αντικείμενο του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήταν η εντολή από ποιά φυτά μπορούσε να φάει και ποιά δεν θα έπρεπε να αγγίξει. Σ’ αυτά δε ανήκε το δένδρο της γνώσεως, το οποίον ούτε φυτεύτηκε από την αρχή με κακό σκοπό, ούτε απαγορεύθηκε από φθόνο (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί οι γλώσσες ­των εχθρών του Θεού, και ας μη μιμηθούν τον φίδι!). Αλλά ήταν  μεν καλό εάν το δοκίμαζε κανείς στον κατάλληλο καιρό (διότι το δένδρο, κατά την άποψή μου, ήταν η θέα του Θεού, την οποίαν μπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι που είχαν τελειοποιηθεί με την άσκηση), αλλά δεν ήταν καλό για τούς αδοκίμαστους ακόμη και τους πιο λαίμαργους ως προς την επιθυμία, όπως η σκληρή  τροφή δεν είναι ωφέλιμη για εκείνους που είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκη από γάλα. Αφού δε εξαιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναίκας, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρακίνησε τον προπάτορα σαν η πιο κατάλληλη γι’ αυτό (αλλοίμονο  στην αδυναμία μου! γιατί η αδυναμία του προπάτορα είναι και δική μου), λησμόνησε μεν την εντολή, που  είχε δοθεί, και νικήθηκε από την προσωρινή γευστική δοκιμή και έτσι εκδιώχτηκε αυτομάτως από το δένδρο της ζωής, από τον παράδεισο και από τον Θεό εξαιτίας της κακίας του, και ντύθηκε  με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρεία σάρκα, τη φθαρτή και αντίθετη). Και σαν πρώτο αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνη του και κρύβεται από τον Θεό. Κερδίζει, βεβαία, κάτι απ’ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία, για να μη γίνει αθάνατο το κακό, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.
      Αφού δε τιμωρήθηκε προηγουμένως για τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία φύτρωσε η ρίζα της κακίας) από διάφορες αιτίες και σε διαφορετικούς χρόνους, με το λόγο, το νόμο, τους προφήτες, τις ευεργεσίες, τις απειλές, τις τιμωρίες, τις πλημμύρες, τις πυρκαγιές, τους πολέμους, τις νίκες, τις ήττες, τα σημεία από τον ουρανό, τα σημεία από τον αέρα, τη γη και τη θάλασσα, με τις ανέλπιστες μεταβολές ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν στο να εξαφανισθεί η κακία, έχει ανάγκη τελικά από κάποιο ισχυρότερο φάρμακο για τις φοβερότερες ασθένειες, τις αδελφοκτονίες δηλαδή, τις μοιχείες, τις επιορκίες, τις ανώμαλες επιθυμίες και το χειρότερο και μεγαλύτερο από όλα τα κακά, την ειδωλολατρία και την μετατόπιση της προσκυνήσεως από τον δημιουργό στο δημιούργημα. Επειδή δε είχε ανάγκη από μεγαλύτερη βοήθεια, του δίνεται και τέτοια. Ήταν δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθεί, ο ασώματος, η αρχή που προέρχεται  από την αρχή, το φως που προέρχεται από το φως, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφο του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτη σφραγίδα, η απαράλλακτη εικόνα, ο όρος και ο Λόγος του Πατέρα. Αυτός εισέρχεται  στην ιδίαν  εικόνα του, ντύνεται δε σάρκα για  χάρη της σάρκας και με ψυχή πνευματική προς χάριν της ψυχής μου, καθορίζοντας  έτσι το όμοιο με το όμοιο του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτία, τέλειος άνθρωπος. Γεννήθηκε μεν από την Παρθένο, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθεί προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθεί η γέννηση, αλλά και να προτιμηθεί η παρθενία, παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως. Γινόμενος ένα από τα δύο αντίθετα, από τη σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκανε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγινε Θεός. Ω, πόσο αξιοθαύμαστη είναι η νέα ένωση! Ω, πόσο παράδοξη είναι η σύνθεση! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται διά μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει στη θεότητα και διά μέσου της υλικής φύσεως της σάρκας. Εκείνος ο όποιος δίδει τον πλούτο, γίνεται πτωχός· γιατί γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει τη σάρκα μου, για να γίνω εγώ πλούσιος με τη θεότητά του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει· γιατί αδειάζει από τη δόξαν του για λίγο καιρό, για να γευθώ εγώ την πληρότητά του. Ποιός είναι ο πλούτος της αγαθότητας; Ποιό είναι το μυστήριο που  με περιβάλλει; Έλαβα την θεία εικόνα και δεν τη φύλαξα. Παίρνει τη σάρκα μου, και για να διατηρήσει την εικόνα, αλλά και για να κάνει αθάνατη τη σάρκα. Έρχεται σε δεύτερη συνάφεια  πολύ πιο παράδοξη από την πρώτη, γιατί, τότε μεν έδωσε το καλύτερο, τώρα δε παίρνει το χειρότερο. Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστό στο Θεό, αυτό είναι, για όσους διαθέτουν κρίση, ακόμη πιο υψηλό.
         Τί θα μας πουν γι’ αυτά οι συκοφάντες, οι πικρόχολοι ελεγκτές της θεότητας, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς τη σοφία, εκείνοι που για χάρη τους  πέθανε ο Χριστός χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς το Θεό για την ευεργεσία του; Τον κατηγορείς ως μικρό επειδή ταπεινώθηκε για χάρη σου; Τον κατηγορείς επειδή είναι ο καλός ποιμήν, που δίνει τη ψυχή του για τα πρόβατα, που ήλθε προς το πρόβατο το οποίον είχε χαθεί, επάνω στους λόφους και τα βουνά στα οποία λάτρευες τους θεούς, και αφού το βρήκε το σήκωσε επάνω στους ώμους του, επάνω στους οποίους σήκωσε και το σταυρό, και το επανέφερε στην ουράνια ζωή και το έβαλε μαζί με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί; Τον κατηγορείς, επειδή άναψε λυχνάρι, την ιδία τη σάρκα του, και σκούπισε την οικία (καθαρίζοντας τον κόσμο από την αμαρτία) και αναζήτησε τη δραχμή, την εικόνα δηλαδή του Θεού, που είχε καταχωνιασθεί από τα πάθη, και επειδή συγκεντρώνει για την εύρεση της δραχμής τις φιλικές προς αυτόν δυνάμεις, τις οποίας είχε μυήσει και στο μυστήριο της σωτηρίας και τις κάνει μετόχους της χαράς του; Τον κατηγορείς επειδή το λυχνάρι, που  ετοιμάζει το δρόμο, και που  ετοιμάζει στον Κύριο λαό εκλεκτό και καθαρίζει και προετοιμάζει για το Πνεύμα με το νερό, τον ακολουθεί το υπέρλαμπρο φως, τη φωνή  την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγό του νυμφίου ο νυμφίος; Γι’ αυτό κατηγορείς το Θεό; Γι’ αυτά τον θεωρείς κατώτερο, επειδή βάζει στη μέση του την ποδιά και πλένει τα πόδια των μαθητών του και δείχνει τον καλύτερο τρόπο να υψωθεί κανείς, δηλαδή την ταπείνωση; Επειδή ταπεινώνεται για χάρη της ψυχής που  έχει κυρτώσει προς τα κάτω, για να ανυψώσει μαζί του εκείνο  που  σκύβει προς τα κάτω από την αμαρτία; Πώς δε δεν τον κατηγορείς για το ότι γευματίζει με τελώνες και  στα σπίτια  τελωνών, και ότι κάνει μαθητές του τελώνες, για να κερδίσει και αυτός κάτι; Τί δηλαδή; Τη σωτηρία των αμαρτωλών. Σαν να μπορούσε κανείς να κατηγορήσει το γιατρό, επειδή σκύβει με κατανόηση πάνω στις πληγές, και ανέχεται τη δυσωδία, για να δώσει την υγεία  σ’ εκείνους που  ασθενούν, ή σ’ εκείνον  που από ευσπλαχνία σκύβει πάνω από το βόθρο για να βγάλει απ’ εκεί το ζώο που  έχει πέσει μέσα, όπως λέγει ο νόμος.
       Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήταν διπλούς στη φύση), επειδή και ένιωσε κούραση και πείνασε και δίψασε και δάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τί σε ενοχλεί αυτό; Τη θέληση του Πατέρα, από τον οποίον προέρχεται, και τον οποίον τιμά ως αρχήν άχρονο, να την θεωρείς ως αποστολή, και να μην πιστεύεις ότι είναι κάτι το αταίριαστο για Θεό. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθεί, αλλά έχει γραφτεί επίσης ότι έχει παραδώσει τον εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθεί από τον Πατέρα και έχει αναληφθεί, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον εαυτόν του και ότι θα έλθει πάλι. Εκείνα  προέρχονται  από  τη  θέληση  του Πατέρα, αυτά από τη δύναμή του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις. Το ότι δε έπαθε με τη θέλησή του, δεν το αναφέρεις. Τί παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από το Θεό. Εναντίον ποιών να οργισθεί περισσότερο; Ή, καλύτερα, ποιούς να συγχωρήσει; Εκείνους  που ενώνουν λανθασμένα, ή εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και αυτοί να ενώνουν· οι μεν με τον αριθμό, οι δε με τη θεότητα. Εμποδίζεσαι από τη σάρκα; Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν τον ονομάζεις και Σαμαρείτη; Τη συνέχεια όμως δεν θα την αναφέρω. Δεν πιστεύεις στη Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονες. Δύστυχε, πόσο πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονες, και πόσο πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασία του Υιού την θεώρησαν ως έκφραση ισοτιμίας διότι δεν γνώριζαν ακόμη τον Θεό, ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι πίστευαν μόνον αφού πάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις τη Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα για σένα να είσαι περιτετμημένος και να βρίσκεσαι υπό την επήρεια του δαίμονα, για να εκφραστώ κατά τρόπον αστείο, παρά να κατέχεσαι από πονηρία και αθεΐα, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος.
       Μετά από  λίγο θα δεις τον Ιησού να καθαρίζεται στον Ιορδάνη όπως καθαρίζομαι και εγώ, ή, καλύτερα, να εξαγνίζει με την κάθαρσή του τα νερά (διότι δεν είχε ανάγκη καθαρισμού εκείνος ο οποίος σηκώνει την αμαρτία του κόσμου, και να ανοίγουν οι ουρανοί, να μαρτυρεί γι’ αυτόν το όμοιό του Πνεύμα, να δέχεται πειρασμούς και να τους νικά, να υπηρετείται από αγγέλους και να θεραπεύει κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία, να δίνει ζωή  στους νεκρούς (πράγμα που είθε να συνέβαινε και σε σένα που  έχεις νεκρωθεί από την αμαρτία), να εκδιώκει τους δαίμονες, άλλοτε μεν ο ίδιος, άλλοτε δε διά μέσου των μαθητών του. Και να τρέφει με λίγα ψωμιά χιλιάδες ανθρώπους, να περπατά πάνω στη θάλασσα, να προδίδεται, να σταυρώνεται και να σταυρώνει μαζί την αμαρτία μου. Να προσφέρεται θυσία σαν αμνός και να προσφέρει θυσία σαν ιερέας, να θάπτεται σαν άνθρωπος και να ανασταίνεται σαν Θεός, να ανεβαίνει στη συνέχεια στους ουρανούς για να επιστρέψει με όλη του τη δόξα. Πόσες γιορτές υπάρχουν κάθε ημέρα για μένα από τα μυστήρια του Χριστού! Σκοπός δε μοναδικός όλων αυτών είναι η τελειοποίηση και η αναδημιουργία μου και η επιστροφή μου  στην ορχική κατάσταση του Αδάμ.
        Τώρα δε δέξου μαζί μου την κυοφορία και σκίρτησε από χαρά, αν όχι όπως ο Ιωάννης από την κοιλία, τουλάχιστον όπως ο Δαβίδ μετά την τοποθέτηση της κιβωτού στη θέση της. Και να σεβαστείς την απογραφή, εξαιτίας της οποίας γράφτηκες στους ουρανούς· και να σεβαστείς τη γέννηση εξαιτίας της οποίας λύθηκες από τα δεσμά της γεννήσεως· και να τιμήσεις τη μικρή Βηθλεέμ, η οποία σε επανέφερε στον παράδεισο και να προσκυνήσεις τη φάτνη, χάρις  στην οποία, ενώ δεν είχες την καθοδήγηση του λογικού, τράφηκες από το Λόγο. «Γνώρισε, όπως το βόδι, τον κύριό σου», σου παραγγέλλει ο Ησαΐας, «και όπως ο όνος το παχνί του κυρίου του». Αν είσαι από τους καθαρούς, οι οποίοι σέβονται το νόμο και ασχολούνται με το να επαναλαμβάνουν σαν μηρυκαστικά τους λόγους του και είναι επιδέξιοι στην προσφορά θυσιών, ή αν είσαι από εκείνους οι οποίοι ήσαν κάποτε ακάθαρτοι και δεν είχαν δικαίωμα να φάνε από τα άγια, ούτε να θυσιάσουν, και ανήκαν  στη μερίδα των ειδωλολατρών, τρέξε μαζί με τον αστέρα και φέρε δώρα μαζί με τους μάγους, χρυσό σαν σε βασιλέα, λίβανο σαν σε Θεό και σμύρνα σαν σε νεκρό, που πέθανε προς χάρη σου. Δόξασε μαζί με τους ποιμένες, ύμνησε μαζί με τους αγγέλους, γίνε χορός δοξολογίας μαζί με τους αρχαγγέλους. Ας είναι η πανήγυρις κοινή για τις ουράνιες και τις επίγειες δυνάμεις. Διότι πιστεύω ότι και εκείνες αγάλλονται και πανηγυρίζουν μαζί μας σήμερα, εφόσον είναι φίλοι του ανθρώπου και του Θεού, όπως τις παρουσιάζει ο Δαβίδ να ανεβαίνουν μετά το πάθος μαζί με το Χριστό, να τον προϋπαντούν και να παρακινεί η μία την άλλη να ανοίξουν τις πύλες.

     Ένα πράγμα να μισήσεις από όσα σχετίζονται με τη γέννηση του Χριστού, το φόνο των νηπίων από τον Ηρώδη ή, καλύτερα, και αυτή να την σεβασθείς ως θυσία συνομήλικη με το Χριστό, η οποία προσφέρεται πριν από τη θυσία του νέου σφαγίου. Αν φεύγει  στην Αίγυπτο, φύγε και συ μαζί του. Είναι καλό να φεύγεις μαζί με το Χριστό όταν διώκεται. Αν παραμένει πολύ στην Αίγυπτο και λατρεύεται σωστά εκεί, κάλεσέ τον από την Αίγυπτο. Πέρασε χωρίς μομφή  από όλες τις ηλικίες και τις δυνάμεις του Χριστού, ως μαθητής του Χριστού. Καθαρίσου, κάνε περιτομή, αφαίρεσε το κάλυμμα που έχεις από τη δημιουργία. Ύστερα δίδαξε στο ιερό, διώξε απ’ εκεί τους εμπορευόμενους τον οίκο του Θεού, άφησε να σε λιθοβολήσουν, αν θα πρέπει να το πάθεις. Γνωρίζω καλά, ότι θα ξεφύγεις ανάμεσα απ’ αυτούς οι οποίοι σε λιθοβολούν σαν Θεός. Διότι ο Λόγος δεν λιθοβολείται. Αν σε οδηγήσουν εμπρός  στον Ηρώδη, μην του δώσεις απάντηση στα περισσότερα. Θα σεβασθεί τη σιωπή σου περισσότερο απ’ όσο θα σεβασθεί τους πολλούς λόγους των άλλων. Αν σε μαστιγώσουν, ζήτησε να εκτελέσουν ολόκληρη την ποινή. Φρόντισε να γευθείς χολή, πιες ξύδι, ζήτησε εμπτυσμούς, δέξου κτυπήματα και ύβρεις, στεφανώσου με τα αγκάθια του δύσκολου δρόμου του Θεού, ντύσου το κόκκινο ένδυμα, δέξου το καλάμι, άφησε να σε προσκυνήσουν εκείνοι οι οποίοι ειρωνεύονται την αλήθεια. Τέλος, σταυρώσου μαζί με το Χριστό, νεκρώσου μαζί του, κατέβα πρόθυμα μαζί του στον τάφο, για να αναστηθείς και μαζί του, για να δοξασθείς και να βασιλεύσεις μαζί του, βλέποντας, όσο είναι δυνατόν και όπως μπορείς να τον δεις, τον Θεό που προσκυνείται και λατρεύεται ως Τριάδα, και ο οποίος ευχόμαστε να φανερωθεί καθαρά και σε μας τώρα, όσο είναι αυτό δυνατόν για τους αιχμαλώτους στη σάρκα, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίον ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.
(Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, «Εις τα Θεοφάνια, δηλαδή τη Γέννηση του Σωτήρος», ΕΠΕ τ. 5ος , σ.37-71)